παράμερος: Difference between revisions
From LSJ
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
(31) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο<br />αυτός που βρίσκεται [[κατά]] [[μέρος]], απομονωμένος, [[απόμερος]] («τραβιέται σε παράμερο, και κάθεται και κλαίει», δημ. [[τραγούδι]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. σχημ. από το επίρρ. [[παράμερα]]].———————— <b>(II)</b><br />-ον, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[παρήμερος]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο<br />αυτός που βρίσκεται [[κατά]] [[μέρος]], απομονωμένος, [[απόμερος]] («τραβιέται σε παράμερο, και κάθεται και κλαίει», δημ. [[τραγούδι]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. σχημ. από το επίρρ. [[παράμερα]]].———————— <b>(II)</b><br />-ον, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[παρήμερος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παράμερος:''' -ον, Δωρ. αντί <i>παρ-[[ήμερος]]</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:48, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾱ], ον, Dor. for παρήμερος, Pi.O.1.99.
Greek (Liddell-Scott)
παράμερος: -ον, Δωρ. ἀντὶ τοῦ παρήμερος, Πινδ. Ο. Ι. 160.
French (Bailly abrégé)
dor. c. παρήμερος.
English (Slater)
παρᾱμερος
1 daily, coming each day τὸ δ' αἰεὶ παράμερον ἐσλόν (O. 1.99)
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο
αυτός που βρίσκεται κατά μέρος, απομονωμένος, απόμερος («τραβιέται σε παράμερο, και κάθεται και κλαίει», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το επίρρ. παράμερα].———————— (II)
-ον, Α
(δωρ. τ.) βλ. παρήμερος.
Greek Monotonic
παράμερος: -ον, Δωρ. αντί παρ-ήμερος.