πίτυς: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(32)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ος, η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[είδος]] πεύκου γνωστό και ως [[κουκουναριά]] ή στοφιλιά ή ήμερο [[πεύκο]], ψηλό [[δέντρο]] που από νεαρή [[ηλικία]] παίρνει χαρακτηριστικό [[σχήμα]] ομπρέλας, που το διακρίνει από τα άλλα ελληνικά πεύκα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «χαλέπειος [[πίτυς]]» — [[είδος]] δέντρου εξαιρετικά ξηροφυτικού και θερμόβιου, κατάλληλου για ασβεστολιθικά εδάφη που δεν συγκρατούν [[υγρασία]] και για τόπους με παρατεταμένο ξηρό [[καλοκαίρι]], αλλ. χαλέπειος [[πεύκη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παροιμ. φρ.</b> «τρόπον πίτυος ἐκτρίβειν» — [[καταστρέφω]] κάποιον εντελώς, ολοσχερώς, τον [[εξολοθρεύω]], όπως και η [[πίτυς]], που αν κοπεί [[έστω]] και μία [[φορά]] δεν φύεται [[ξανά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. [[πίτυς]] θα μπορούσε να συνδεθεί με κάποιους τ., αβέβαιης [[επίσης]] ετυμολ., όπως τα: λατ. <i>pinus</i> «[[πίτυς]]» (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>pine</i>, γαλλ. <i>pin</i>) αλβαν. <i>pishe</i> «[[πεύκη]], [[πίτυς]], [[πυρσός]]», αρχ. ινδ. <i>pĩtu</i> - <i>d</i><i>ā</i><i>ru</i>-, <i>pũtudru</i>-, ονομασίες ενός δένδρου, οι οποίοι, όμως, εμφανίζουν σημαντικές μορφολογικές διαφορές [[μεταξύ]] τους. Εξάλλου, [[ούτε]] η [[σύνδεση]] της λ. [[πίτυς]] με τα [[πίνω]] και [[πίων]] θεωρείται πιθανή].
|mltxt=-ος, η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[είδος]] πεύκου γνωστό και ως [[κουκουναριά]] ή στοφιλιά ή ήμερο [[πεύκο]], ψηλό [[δέντρο]] που από νεαρή [[ηλικία]] παίρνει χαρακτηριστικό [[σχήμα]] ομπρέλας, που το διακρίνει από τα άλλα ελληνικά πεύκα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «χαλέπειος [[πίτυς]]» — [[είδος]] δέντρου εξαιρετικά ξηροφυτικού και θερμόβιου, κατάλληλου για ασβεστολιθικά εδάφη που δεν συγκρατούν [[υγρασία]] και για τόπους με παρατεταμένο ξηρό [[καλοκαίρι]], αλλ. χαλέπειος [[πεύκη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παροιμ. φρ.</b> «τρόπον πίτυος ἐκτρίβειν» — [[καταστρέφω]] κάποιον εντελώς, ολοσχερώς, τον [[εξολοθρεύω]], όπως και η [[πίτυς]], που αν κοπεί [[έστω]] και μία [[φορά]] δεν φύεται [[ξανά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. [[πίτυς]] θα μπορούσε να συνδεθεί με κάποιους τ., αβέβαιης [[επίσης]] ετυμολ., όπως τα: λατ. <i>pinus</i> «[[πίτυς]]» (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>pine</i>, γαλλ. <i>pin</i>) αλβαν. <i>pishe</i> «[[πεύκη]], [[πίτυς]], [[πυρσός]]», αρχ. ινδ. <i>pĩtu</i> - <i>d</i><i>ā</i><i>ru</i>-, <i>pũtudru</i>-, ονομασίες ενός δένδρου, οι οποίοι, όμως, εμφανίζουν σημαντικές μορφολογικές διαφορές [[μεταξύ]] τους. Εξάλλου, [[ούτε]] η [[σύνδεση]] της λ. [[πίτυς]] με τα [[πίνω]] και [[πίων]] θεωρείται πιθανή].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πίτυς:''' [ῐ], -υος, ἡ, Επικ. δοτ. πληθ. [[πίτυσσιν]], [[πεύκο]], απολιθωμένο [[πεύκο]], σε Όμηρ.· παροιμ., <i>πίτυος τρόπον ἐκτρίβεσθαι</i>, καταστρέφομαι όπως το [[πεύκο]], δηλ. ολοσχερώς, [[καθώς]] το [[πεύκο]] όταν κοπεί δεν αναπτύσσεται [[ποτέ]] [[ξανά]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 01:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πίτυς Medium diacritics: πίτυς Low diacritics: πίτυς Capitals: ΠΙΤΥΣ
Transliteration A: pítys Transliteration B: pitys Transliteration C: pitys Beta Code: pi/tus

English (LSJ)

[ῐ], υος, ἡ, Ep. dat. pl. πίτυσσιν,

   A pine, esp. Pinus Laricio, Corsican pine, π. βλωθρή, τήν τ' οὔρεσι τέκτονες ἄνδρες ἐξέταμον Il.13.390; μακρῇσίν τε πίτυσσιν ἰδὲ δρυσίν Od.9.186; also, Aleppo pine, P. halepensis, Thphr.HP3.9.5, Nic.Al.301, Paus.2.1.3, Gp.2.8.2 (called π. ἀγρία Thphr.HP1.9.3, 3.3.1, Paus.5.6.4); stone pine, P. pinea, Theoc.5.49, Dsc.1.69, 72 (π. ἥμερος Paus.6.9.1); small-seeded pine, P. brutia, π. φθειροποιός Thphr.HP2.2.6, cf. Plin.HN16.49; the Isthmian pine was one species, Callix.2, Plu.2.675e: prov., πίτυος τρόπον ἐκτρίβειν like a pine, i.e. utterly, because the pine when cut down never grows again, Hdt.6.37 (but this is attributed to the πεύκη, and not to the πίτυς, by Thphr.HP3.9.5).

German (Pape)

[Seite 622] ἡ, die Fichte, Föhre, lat. pinus; βλωθρή, Il. 13, 890; μακρῇσίν τε πίτυσσιν, Od. 9, 186; Her. u., Folgde. wie Plat. Legg. IV, 705 c, Xen. An. 4, 7, 8; Theophr. u. A. Nach Opp. Ix. 1, 23 mit doppelten Nadeln, wie pinus silvestris, montana u. rubra. Sprichwörtlich πίτυος δίκην ἐκτρίβεσθαι, wie eine Fichte, d. i. mit Stumpf u. Stiel ausgerottet werden, weil die Fichte umgehauen nicht wieder Schößlinge aus der Wurzel treibt, Her. 6, 37, der selbst die Erkl. hinzusetzt; vgl. Phalar. ep. 9. – Bei den Dichtern, wie πεύκη, auch Kienfackel u. dgl.

Greek (Liddell-Scott)

πίτυς: [ῐ], υος, ἡ, Ἐπικ. δοτ. πληθ. πίτυσσιν· ― ἡ «πιτυά», Λατ. pinus pinea, ἡ τῶν βουνῶν πίτυς, (ἴδε πεύκη), π. βλωθρή, τήν τ’ οὔρεσι τέκτονες ἄνδρες ἐξέταμον Ἰλ. Ν. 390, Π. 483· μακρῇσίν τε πίτυσσιν ἰδὲ δρυσὶν Ὀδ. Ι. 186· ἓν τῶν εἰδῶν αὐτῆς ἦτο ἡ τοῦ Ἰσθμοῦ πίτυς, ἴδε Πλούτ. 2. 674F κἑξ., Ἀθήν. 200Α, Πλίν. 15. 9· ― π. ἀγρία, πιθ., p. sylvestris, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 9. 3, κτλ.· ― παροιμ., πίτυος τρόπον ἐκτρίβεσθαι, καταστρέφεσθαι ὡς πίτυς, δηλ. ἐντελῶς, ἐπειδὴπίτυς ἅπαξ κατακοπεῖσα δὲν ἐκφύεται πλέον, Ἡρόδ. 6. 37· πρβλ. Bentl. εἰς Φάλαρ. σελ. 169 κἑξ.· ἀλλὰ τοῦτο ἀποδίδεται εἰς τὴν πεύκην καὶ οὐχὶ εἰς τὴν πίτυν, ὑπὸ τοῦ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 5. ― (Δὲν δύναταί τις νὰ μὴ θεωρήσῃ τὴν λέξιν ὡς συγγενῆ πρὸς τὸ Λατ. pī-nus· πρβλ. Σανσκρ. pîtu-dâru, pûtre-drû (Ἀγγλ. pine-tree), πιθ. cedrus deodâra· πρβλ. ὡσαύτως πεύκη).

French (Bailly abrégé)

υος (ἡ) :
pin, arbre ; ◊ prov. πίτυος δίκην ἐκτρίβεσθαι HDT être détruit sans laisser de postérité, comme le pin qui une fois coupé ne repousse plus.
Étymologie: cf. lat. pix, pinus.

Spanish

pino

Greek Monolingual

-ος, η, ΝΜΑ
1. είδος πεύκου γνωστό και ως κουκουναριά ή στοφιλιά ή ήμερο πεύκο, ψηλό δέντρο που από νεαρή ηλικία παίρνει χαρακτηριστικό σχήμα ομπρέλας, που το διακρίνει από τα άλλα ελληνικά πεύκα
2. φρ. «χαλέπειος πίτυς» — είδος δέντρου εξαιρετικά ξηροφυτικού και θερμόβιου, κατάλληλου για ασβεστολιθικά εδάφη που δεν συγκρατούν υγρασία και για τόπους με παρατεταμένο ξηρό καλοκαίρι, αλλ. χαλέπειος πεύκη
αρχ.
παροιμ. φρ. «τρόπον πίτυος ἐκτρίβειν» — καταστρέφω κάποιον εντελώς, ολοσχερώς, τον εξολοθρεύω, όπως και η πίτυς, που αν κοπεί έστω και μία φορά δεν φύεται ξανά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. πίτυς θα μπορούσε να συνδεθεί με κάποιους τ., αβέβαιης επίσης ετυμολ., όπως τα: λατ. pinus «πίτυς» (πρβλ. αγγλ. pine, γαλλ. pin) αλβαν. pishe «πεύκη, πίτυς, πυρσός», αρχ. ινδ. pĩtu - dāru-, pũtudru-, ονομασίες ενός δένδρου, οι οποίοι, όμως, εμφανίζουν σημαντικές μορφολογικές διαφορές μεταξύ τους. Εξάλλου, ούτε η σύνδεση της λ. πίτυς με τα πίνω και πίων θεωρείται πιθανή].

Greek Monotonic

πίτυς: [ῐ], -υος, ἡ, Επικ. δοτ. πληθ. πίτυσσιν, πεύκο, απολιθωμένο πεύκο, σε Όμηρ.· παροιμ., πίτυος τρόπον ἐκτρίβεσθαι, καταστρέφομαι όπως το πεύκο, δηλ. ολοσχερώς, καθώς το πεύκο όταν κοπεί δεν αναπτύσσεται ποτέ ξανά, σε Ηρόδ.