πολυαρκής: Difference between revisions
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που επαρκεί για πολλές ανάγκες, ο [[επαρκής]] για πολλούς ή ο πολύ [[επαρκής]] ή ο πολύ [[επαρκής]] («ὅς ἐστι μέγιστός τε... καὶ πολυαρκέστατος», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[πολυαρκής]]<br />[[άλλη]] [[ονομασία]] του φυτού [[ασφόδελος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πολυαρκές</i><br />η [[διάρκεια]] («διά το πολυαρκές της ταριχείας» <b>Λουκιαν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυαρκώς</i><br />εντελώς επαρκώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αρκής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀρκῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ολιγ</i>-<i>αρκής</i>]. | |mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που επαρκεί για πολλές ανάγκες, ο [[επαρκής]] για πολλούς ή ο πολύ [[επαρκής]] ή ο πολύ [[επαρκής]] («ὅς ἐστι μέγιστός τε... καὶ πολυαρκέστατος», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[πολυαρκής]]<br />[[άλλη]] [[ονομασία]] του φυτού [[ασφόδελος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πολυαρκές</i><br />η [[διάρκεια]] («διά το πολυαρκές της ταριχείας» <b>Λουκιαν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυαρκώς</i><br />εντελώς επαρκώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αρκής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀρκῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ολιγ</i>-<i>αρκής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολυαρκής:''' -ές ([[ἀρκέω]]), αυτός που καλύπτει πολλές ανάγκες, σε Ηρόδ.· <i>τὸπολυαρκές</i>, [[ανθεκτικότητα]], [[αντοχή]], [[σταθερότητα]], [[διάρκεια]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ές, (ἀρκέω)
A much-helpful, supplying many wants, mostly in Sup. -έστατος, [ποταμός] Hdt.4.53; γῆ D.H.1.36; πόλις Plu.Alex.26; λογισμός Ael.NA Prooem.; τὸ πολυαρκὲς τῆς ταριχείας durability, Luc.Nec.15. Adv. -κῶς Hsch. 2 = ἀσφόδελος, Gloss. (dub.).
German (Pape)
[Seite 659] ές, für Viele, oder sehr hinreichend; Luc. Necyom. 15 u. Sp.; πολυαρκέστατος ποταμός, Her. 4, 53, sehr groß, wie πόλις Plut. Alex. 26; γῆ, D. Hal. 1, 36. – Adv. πολυαρκῶς, erkl. Hesych. τελείως ἀρκῶν.
Greek (Liddell-Scott)
πολυαρκής: -ές, (ἀρκέω) ὁ λίαν βοηθητικός, ὁ εἰς πολλὰς ἀνάγκας ἐξαρκῶν, πολυαρκέστατος ποταμὸς Ἡρόδ. 4. 53· γῆ Διον. Ἁλ. 1. 36· -εστάτη πόλις Πλουτ. Ἀλέξ. 26· ― τὸ π. ἡ διάρκεια, Λουκ. Νεκυομαντ. 15. Ἐπίρρ. πολυαρκῶς· «τελείως ἀρκῶν» Ἡσύχ. ― Κατὰ τὸν Ζηκίδην γραπτέον πολυάρκης καὶ ἐπίρρ. πολυάρκως.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui suffit amplement ; riche, abondant ; τὸ πολυαρκές LUC abondance durable;
Sp. πολυαρκέστατος.
Étymologie: πολύς, ἀρκέω.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. αυτός που επαρκεί για πολλές ανάγκες, ο επαρκής για πολλούς ή ο πολύ επαρκής ή ο πολύ επαρκής («ὅς ἐστι μέγιστός τε... καὶ πολυαρκέστατος», Ηρόδ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ο πολυαρκής
άλλη ονομασία του φυτού ασφόδελος
3. το ουδ. ως ουσ. το πολυαρκές
η διάρκεια («διά το πολυαρκές της ταριχείας» Λουκιαν.).
επίρρ...
πολυαρκώς
εντελώς επαρκώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -αρκής (< ἀρκῶ), πρβλ. ολιγ-αρκής].
Greek Monotonic
πολυαρκής: -ές (ἀρκέω), αυτός που καλύπτει πολλές ανάγκες, σε Ηρόδ.· τὸπολυαρκές, ανθεκτικότητα, αντοχή, σταθερότητα, διάρκεια, σε Λουκ.