προσάββατον: Difference between revisions
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
(T22) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=προσαββάτου, τό, the [[day]] [[before]] the sabbath: R G T WH (L Tr [[text]] [[πρός]] [[σάββατον]] (cf. [[πρός]], I:1b.)). (Nonnus, paraph. Ioan. 19,66; Eusebius, de [[mart]]. Pal. 6,1).) | |txtha=προσαββάτου, τό, the [[day]] [[before]] the sabbath: R G T WH (L Tr [[text]] [[πρός]] [[σάββατον]] (cf. [[πρός]], I:1b.)). (Nonnus, paraph. Ioan. 19,66; Eusebius, de [[mart]]. Pal. 6,1).) | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσάββᾰτον:''' τό, η [[μέρα]] [[πριν]] το [[Σάββατο]], η [[παραμονή]] του Σαββάτου, σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 01:36, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A eve of the sabbath, LXXJu.8.6, Ev.Marc.15.42, Bull.Inst.franc. d'Arch.orientale 30.5.
Greek (Liddell-Scott)
προσάββᾰτον: τό, ἡ πρὸ τοῦ Σαββάτου ἡμέρα, ἡ Παρασκευή, (Ἰουδὶθ Η΄, 6), Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιε΄, 42· προσάββατος ἠὼς ἐν Νόνν. Εὐαγγ. κατὰ Ἰω. 19. 14.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
la veille du sabbat.
Étymologie: πρό, σάββατον.
English (Strong)
from πρό and σάββατον; a fore-sabbath, i.e. the Sabbath-eve: day before the sabbath. Compare παρασκευή.
English (Thayer)
προσαββάτου, τό, the day before the sabbath: R G T WH (L Tr text πρός σάββατον (cf. πρός, I:1b.)). (Nonnus, paraph. Ioan. 19,66; Eusebius, de mart. Pal. 6,1).)
Greek Monotonic
προσάββᾰτον: τό, η μέρα πριν το Σάββατο, η παραμονή του Σαββάτου, σε Καινή Διαθήκη