σποδίζω: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen

Menander, Monostichoi, 312
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[σποδός]]<br /><b>1.</b> [[ψήνω]] [[κάτι]] [[μέσα]] στη ζεστή [[στάχτη]] («[[μύρτα]] καὶ φηγοὺς σποδιοῡσι πρὸς τὸ πῡρ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καίω]], [[μεταβάλλω]] σε [[στάχτη]] («ἤ με κεραυνῷ σπόδισον [[ταχέως]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καψαλίζω]], [[τσουρουφλίζω]] («σποδίσαντες δὲ τὰς [[τρίχας]]», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>4.</b> έχω τεφρό [[χρώμα]].
|mltxt=Α [[σποδός]]<br /><b>1.</b> [[ψήνω]] [[κάτι]] [[μέσα]] στη ζεστή [[στάχτη]] («[[μύρτα]] καὶ φηγοὺς σποδιοῡσι πρὸς τὸ πῡρ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καίω]], [[μεταβάλλω]] σε [[στάχτη]] («ἤ με κεραυνῷ σπόδισον [[ταχέως]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καψαλίζω]], [[τσουρουφλίζω]] («σποδίσαντες δὲ τὰς [[τρίχας]]», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>4.</b> έχω τεφρό [[χρώμα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σποδίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i> ([[σποδός]]), [[ψήνω]] ή [[φουρνίζω]] μέσα στις στάχτες, [[ψήνω]] στη [[χόβολη]], [[καβουρντίζω]], [[αποτεφρώνω]], [[κατακαίω]], [[μεταβάλλω]] σε στάχτες, σε Αριστοφ., Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 01:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σποδίζω Medium diacritics: σποδίζω Low diacritics: σποδίζω Capitals: ΣΠΟΔΙΖΩ
Transliteration A: spodízō Transliteration B: spodizō Transliteration C: spodizo Beta Code: spodi/zw

English (LSJ)

   A roast or bake in ashes, μύρτα καὶ φηγοὺς πρὸς τὸ πῦρ σ. Pl.R.372c; ἤ με κεραυνῷ . . σπόδισον burn me to ashes, Ar.V.329; σ. τὰς τρίχας singe, D.S.3.25.    II intr., to be ash-coloured, Dsc.5.152.    III dub. l. in Cratin.219 (σπύρθιζε cj. Kock).

German (Pape)

[Seite 923] in der Asche rösten, μύρτα καὶ φηγοὺς σποδιοῦσι προς τὸ πῦρ, Plat. Rep. II, 372 c; auch = zu Asche brennen, ἤ με κεραυνῷ σπόδισαν ταχέως, Ar. Vesp. 329; τὰς τρίχας, absengen, D. Sic. 3, 24; – aschfarbig sein (?).

Greek (Liddell-Scott)

σποδίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ψήνω ἐντὸς τῆς σποδοῦ, μύρτα καὶ φηγοὺς πρὸς τὸ πῦρ σπ. Πλάτ. Πολ. 372C· ἤ με κεραυνῷ.. σπόδισον, κατάκαυσόν με μέχρι τέφρας, «ὄπτησον, φλέξον» Ἡσύχ., Ἀριστοφ. Σφ. 329· σπ. τὰς τρίχας, κατακαίω, «τσουρουφλύζω», Διόδ. 3. 25· πρβλ. ποδίζω. ΙΙ. ἀμεταβ., ἔχω χρῶμα τῆς τέφρας, Διοσκ. 5. 170.

French (Bailly abrégé)

1 cuire ou rôtir sous la cendre;
2 réduire en cendres.
Étymologie: σποδός.

Greek Monolingual

Α σποδός
1. ψήνω κάτι μέσα στη ζεστή στάχτημύρτα καὶ φηγοὺς σποδιοῡσι πρὸς τὸ πῡρ», Πλάτ.)
2. καίω, μεταβάλλω σε στάχτη («ἤ με κεραυνῷ σπόδισον ταχέως», Αριστοφ.)
3. καψαλίζω, τσουρουφλίζω («σποδίσαντες δὲ τὰς τρίχας», Διόδ.)
4. έχω τεφρό χρώμα.

Greek Monotonic

σποδίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ (σποδός), ψήνω ή φουρνίζω μέσα στις στάχτες, ψήνω στη χόβολη, καβουρντίζω, αποτεφρώνω, κατακαίω, μεταβάλλω σε στάχτες, σε Αριστοφ., Πλάτ.