συνέλκω: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[έλκω]] [[προς]] μία [[κατεύθυνση]] [[πολλά]] πράγματα συγχρόνως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συστέλλω]], [[μαζεύω]] («ὅτε εἰς αὑτὴν ἡ [[μήτρα]] συνέλκεται», Σωρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[τραβώ]] [[προς]] το [[μέρος]] μου, [[παρασύρω]]<br /><b>3.</b> [[βοηθώ]] στο να οδηγηθεί [[κάποιος]] [[κάπου]] («συνέλκειν τοὺς νεκροὺς [[εἴσω]] [[φάλαγγος]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[συνέλκω]] τὰς ὀφρῡς» — [[συνοφρυώνομαι]] <b>(Αντιφαν.)</b>.
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[έλκω]] [[προς]] μία [[κατεύθυνση]] [[πολλά]] πράγματα συγχρόνως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συστέλλω]], [[μαζεύω]] («ὅτε εἰς αὑτὴν ἡ [[μήτρα]] συνέλκεται», Σωρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[τραβώ]] [[προς]] το [[μέρος]] μου, [[παρασύρω]]<br /><b>3.</b> [[βοηθώ]] στο να οδηγηθεί [[κάποιος]] [[κάπου]] («συνέλκειν τοὺς νεκροὺς [[εἴσω]] [[φάλαγγος]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[συνέλκω]] τὰς ὀφρῡς» — [[συνοφρυώνομαι]] <b>(Αντιφαν.)</b>.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνέλκω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, αόρ. αʹ <i>-είλκῠσα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[σύρω]], [[τραβώ]] μαζί, [[εξάγω]], [[συστέλλω]], [[μαζεύω]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[τραβώ]] έξω μαζί, [[βοηθώ]] κάποιον να σύρει έξω, στον ίδ., σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 01:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνέλκω Medium diacritics: συνέλκω Low diacritics: συνέλκω Capitals: ΣΥΝΕΛΚΩ
Transliteration A: synélkō Transliteration B: synelkō Transliteration C: synelko Beta Code: sune/lkw

English (LSJ)

aor. -είλκῠσα,

   A draw together, σ. πανταχόθεν τὸ δέρμα ἐπὶ τὴν γαστέρα νῦν καλουμένην Pl.Smp.190e; σ. τὰς ὀφρῦς, of frowning, Antiph.307; draw in, retract, τὴν θρυαλλίδ' εἰς ἑαυτὸν ξυνελκύσας Ar.Nu.585 (troch.); τὸν αὐχένα J.BJ6.1.8:—Pass., [τὰ ὕδατα] σ. πρὸς τὸ βάθος Str.3.5.7; of cramp, Sor.2.28, Antyll. ap. Orib.8.6.32; ὅτε εἰς αὑτὴν ἡ μήτρα συνέλκεται Sor.1.70b.    b metaph., συνειλκυσμένος ὑπὸ τοῦ ἀνθρώπου <τῇ> πρὸς σὲ . . αἱρέσει drawn into association with the man by his friendship with you, UPZ146.4, cf. 31 (ii B.C.); dub. sens. in POxy.1188.9 (i A.D.).    II pull along with, help to pull, Ar.Pax 417; σ. μετ' αὐτῶν ἡμᾶς αὐτούς help them in dragging us over (in the game διελκυστίνδα), Pl.Tht.181a; τοὺς νεκροὺς εἴσω φάλαγγος X.Ages.2.15.

German (Pape)

[Seite 1014] mit, zugleich, zusammen ziehen; πανταχόθεν τὸ δέρμα ἐπὶ τὴν γαστέρα, Plat. Conv. 190 e; fut., Theaet. 181 a.

Greek (Liddell-Scott)

συνέλκω: μέλλ. -ξω· ἀόρ. -είλκῠσα (ἴδε ἕλκω). Ἕλκω ὁμοῦ, σ. τὸ δέρμα ἐπὶ τὴν γαστέρα Πλάτ. Συμπ. 190Ε· συν. μετ’ αὐτῶν ἡμᾶς αὐτοὺς (ἐν τῇ παιδιᾷ διελκυστίνδα), ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 181Α· σ. τὰς ὀφρῦς, ἐπὶ συνοφρυώσεως, Ἀντιφάνης ἐν Ἀδήλ. 90. ― Παθητ., [τὰ ὕδατα] σ. πρὸς τὸ βάθος Στράβ. 173. 2) συστέλλω, θρυελλίδ’ εἰς ἑαυτὸν ξυνελκύσας, συστείλας, Ἀριστοφ. Νεφ. 585. ΙΙ. σύρω ἔξω ὁμοῦ μετά τινος, ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 417· τοὺς νεκροὺς εἴσω τῆς φάλαγγος Ξεν. Ἀγησ. 2, 15.

French (Bailly abrégé)

tirer ensemble :
1 tirer dans un même endroit;
2 contracter, resserrer;
3 rassembler, réunir, joindre;
4 aider à tirer.
Étymologie: σύν, ἕλκω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
έλκω προς μία κατεύθυνση πολλά πράγματα συγχρόνως
αρχ.
1. συστέλλω, μαζεύω («ὅτε εἰς αὑτὴν ἡ μήτρα συνέλκεται», Σωρ.)
2. μτφ. τραβώ προς το μέρος μου, παρασύρω
3. βοηθώ στο να οδηγηθεί κάποιος κάπου («συνέλκειν τοὺς νεκροὺς εἴσω φάλαγγος», Ξεν.)
4. φρ. «συνέλκω τὰς ὀφρῡς» — συνοφρυώνομαι (Αντιφαν.).

Greek Monolingual

ΝΜΑ
έλκω προς μία κατεύθυνση πολλά πράγματα συγχρόνως
αρχ.
1. συστέλλω, μαζεύω («ὅτε εἰς αὑτὴν ἡ μήτρα συνέλκεται», Σωρ.)
2. μτφ. τραβώ προς το μέρος μου, παρασύρω
3. βοηθώ στο να οδηγηθεί κάποιος κάπου («συνέλκειν τοὺς νεκροὺς εἴσω φάλαγγος», Ξεν.)
4. φρ. «συνέλκω τὰς ὀφρῡς» — συνοφρυώνομαι (Αντιφαν.).

Greek Monotonic

συνέλκω: μέλ. -ξω, αόρ. αʹ -είλκῠσα·
I. σύρω, τραβώ μαζί, εξάγω, συστέλλω, μαζεύω, σε Αριστοφ.
II. τραβώ έξω μαζί, βοηθώ κάποιον να σύρει έξω, στον ίδ., σε Ξεν.