χειρουργός: Difference between revisions
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(46) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, η / [[χειρουργός]], -όν, ΝΜΑ, και κν. τ. χειρούργος Ν<br />[[γιατρός]] που κάνει χειρουργικές επεμβάσεις<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ασκεί μια [[τέχνη]], που κατασκευάζει ή διακοσμεί [[κάτι]] με τα χέρια του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[χειρουργός]] <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>ξυλ</i>-<i>ουργός</i>. Ο νεοελλ. τ. <i>χειρούργος</i> <span style="color: red;"><</span> [[χειρουργός]] με αναβιβασμό του τόνου, [[κατά]] τα [[κακούργος]], [[πανούργος]]]. | |mltxt=ο, η / [[χειρουργός]], -όν, ΝΜΑ, και κν. τ. χειρούργος Ν<br />[[γιατρός]] που κάνει χειρουργικές επεμβάσεις<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ασκεί μια [[τέχνη]], που κατασκευάζει ή διακοσμεί [[κάτι]] με τα χέρια του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[χειρουργός]] <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>ξυλ</i>-<i>ουργός</i>. Ο νεοελλ. τ. <i>χειρούργος</i> <span style="color: red;"><</span> [[χειρουργός]] με αναβιβασμό του τόνου, [[κατά]] τα [[κακούργος]], [[πανούργος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χειρουργός:''' -όν (*[[ἔργω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κάνει [[κάτι]] με το [[χέρι]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[χειρουργός]], <i>ὁ</i>, [[γιατρός]] που κάνει εγχειρήσεις, [[χειρουργός]], σε Πλούτ., Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:36, 31 December 2018
English (LSJ)
όν,
A working or doing by hand, Plu.2.564e: practising a handicraft or art, περὶ γραφικήν Ael.NA17.9; οἱ χ. artificers, artists, Id.VH14.47, etc.; also χ. τέχναι Lib.Or.25.36. II χειρουργός, ὁ, surgeon, Plu.2.486c, Ptol.Tetr.180, Gal.10.455, Artem.4.2, AP11.280 (Pall.).
German (Pape)
[Seite 1347] mit der Hand arbeitend, verrichtend, ein Handwerk oder eine Kunst praktisch betreibend, χειρουργὸς τῆς μουσικῆς, γραφικῆς u. vgl., ausübender Künstler in der Musik, Malerei u. s. w., Sp. – Bes. aber ist χειρουργός der mit der Hand wirkende Arzt, der Chirurg, Sp., Pallad. 51 (XI, 280). – In obscönem Sinne D. L. 6, 46.
Greek (Liddell-Scott)
χειρουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος ἢ πράττων τι διὰ τῶν χειρῶν, Πλούτ. 2. 564Ε· ὁ ἐξασκῶν χειρωνακτικόν τι ἐπάγγελμα ἢ τέχνην, περὶ γραφικὴν Αἰλιαν. π. Ζῴων 17. 9· οἱ χ., τεχνῖται ὁ αὐτ. ἐν Ποικ. Ἱστ. 14. 47, κλπ. ΙΙ. χειρουργός, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἐκτελῶν ἐγχειρήσεις ἰατρός, Πλούτ. 2. 486C, Ἀνθ. Παλατ. 11. 280. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 385.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
I. qui travaille ou agit de ses mains;
II. particul. :
1 qui s’adonne à la pratique de : περί τι, à la pratique d’un art, d’un métier ; abs. οἱ χειρουργοί, les artistes;
2 opérateur, chirurgien.
Étymologie: χείρ, ἔργον.
Greek Monolingual
ο, η / χειρουργός, -όν, ΝΜΑ, και κν. τ. χειρούργος Ν
γιατρός που κάνει χειρουργικές επεμβάσεις
αρχ.
αυτός που ασκεί μια τέχνη, που κατασκευάζει ή διακοσμεί κάτι με τα χέρια του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χειρουργός < χειρ(ο)- + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ-ουργός. Ο νεοελλ. τ. χειρούργος < χειρουργός με αναβιβασμό του τόνου, κατά τα κακούργος, πανούργος].
Greek Monotonic
χειρουργός: -όν (*ἔργω)·
I. αυτός που κάνει κάτι με το χέρι, σε Πλούτ.
II. χειρουργός, ὁ, γιατρός που κάνει εγχειρήσεις, χειρουργός, σε Πλούτ., Ανθ.