μετεωροσκόπος: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετεωροσκόπος:''' ὁ, [[αιθεροβάμων]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''μετεωροσκόπος:''' ὁ, [[αιθεροβάμων]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετεωροσκόπος:''' ὁ созерцающий небесные явления, звездочет Plat.
}}
}}

Revision as of 06:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετεωροσκόπος Medium diacritics: μετεωροσκόπος Low diacritics: μετεωροσκόπος Capitals: ΜΕΤΕΩΡΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: meteōroskópos Transliteration B: meteōroskopos Transliteration C: meteoroskopos Beta Code: metewrosko/pos

English (LSJ)

ὁ,

   A stargazer, Pl.R.488e.    II -σκόπον, τό, = foreg., Simp. in Cael.548.30.

German (Pape)

[Seite 160] nach überirdischen Dingen schauend, Himmels- u. Lufterscheinungen beobachtend, καὶ ἀδολέσχης, Plat. Rep. VI, 488 a.

Greek (Liddell-Scott)

μετεωροσκόπος: ὁ, ὁ παρατηρῶν τὰ μετέωρα, Πλάτ. Πολ. 488Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui observe les phénomènes ou les corps célestes.
Étymologie: μετέωρος, σκοπέω.

Greek Monolingual

ο, η (Α μετεωροσκόπος, ό)
νεοελλ.
μετεωρολόγος
αρχ.
1. αυτός που παρατηρεί και εξετάζει τα μετέωρα
2. αυτός που καταγίνεται με ανώφελα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρον + -σκόπος (< σκοπός), πρβλ. θηρο-σκόπος, ορνιθο-σκόπος].

Greek Monotonic

μετεωροσκόπος: ὁ, αιθεροβάμων, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

μετεωροσκόπος: ὁ созерцающий небесные явления, звездочет Plat.