ψελλισμός: Difference between revisions
Θεὸς δὲ τοῖς ἀργοῖσιν οὐ παρίσταται → Longe est auxilium numinis ab inertibus → Umsonst erhofft der Träge Beistand sich von Gott
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ψελλισμός:''' ὁ, μη [[ευκρινής]] [[προφορά]] του λόγου· μεταφ., ποδάγρας [[ψελλισμός]], [[αρχή]], [[προμήνυμα]] ποδάγρας, σε Πλούτ. | |lsmtext='''ψελλισμός:''' ὁ, μη [[ευκρινής]] [[προφορά]] του λόγου· μεταφ., ποδάγρας [[ψελλισμός]], [[αρχή]], [[προμήνυμα]] ποδάγρας, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ψελλισμός:''' ὁ<b class="num">1)</b> невнятное произношение, косноязычие (ψελλισμοὶ γλώσσης Plut.);<br /><b class="num">2)</b> смутное начало, предвестники (ποδάγρας ψ. Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A stammering, ψελλισμοὶ γλώσσης Plu.2.650e. II metaph., indistinctness, ib.1066d, ποδάγρας ψ. unpronounced (i. e. suppressed) gout, Plu.Sull.26.
German (Pape)
[Seite 1393] ὁ, das Stammeln, Stottern, Plut. adv. Stoic. 16 Syll. 26 Symp. 3, 3, u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ψελλισμός: ὁ, τὸ ψελλίζειν, λαλεῖν ὡς παιδίον, ψελλισμοὶ γλώσσης Πλούτ. 2. 650Ε, πρβλ. 1066D· τρόπος προσποιητὸς τοῦ λέγειν, Ernesti Λεξικ. Ρητ. ΙΙ. μεταφορ., ποδάγρας ψελλισμὸς, ἀρχὴ, προμήνυμα ποδάγρας, Πλούτ. Σύλλ. 26.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 défaut de prononciation qui empêche d’articuler nettement certains sons;
2 p. anal. caractère indécis d’un mal à son début.
Étymologie: ψελλίζω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ ψελλίζω
δυσχερής άρθρωση τών λέξεων, ψέλλισμα
αρχ.
1. (για δάσκαλο) βραδύτητα ομιλίας
2. προσποιητός τρόπος ομιλίας
3. μτφ. (κυρίως για νόσο) η πρώτη αμυδρή και ασαφής εμφάνιση («ποδάγρας ψελλισμός», Πλούτ.).
Greek Monotonic
ψελλισμός: ὁ, μη ευκρινής προφορά του λόγου· μεταφ., ποδάγρας ψελλισμός, αρχή, προμήνυμα ποδάγρας, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ψελλισμός: ὁ1) невнятное произношение, косноязычие (ψελλισμοὶ γλώσσης Plut.);
2) смутное начало, предвестники (ποδάγρας ψ. Plut.).