ὁμόψηφος: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁμόψηφος:''' -ον, αυτός που έχει ίσο [[δικαίωμα]] ψήφου με τους άλλους, με δοτ., σε Ηρόδ.· [[μετά]] τινων, στον ίδ.
|lsmtext='''ὁμόψηφος:''' -ον, αυτός που έχει ίσο [[δικαίωμα]] ψήφου με τους άλλους, με δοτ., σε Ηρόδ.· [[μετά]] τινων, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμόψηφος:''' <b class="num">1)</b> иметь одинаковое право голоса: ὁ. τινι и [[μετά]] τινος Her. иметь право голосовать вместе с кем-л.;<br /><b class="num">2)</b> голосовать вместе: ὁ. γίγνεσθαί τινι [[κατά]] τινος Lys. подавать свой голос (вместе) с кем-л. против кого-л.
}}
}}

Revision as of 06:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόψηφος Medium diacritics: ὁμόψηφος Low diacritics: ομόψηφος Capitals: ΟΜΟΨΗΦΟΣ
Transliteration A: homópsēphos Transliteration B: homopsēphos Transliteration C: omopsifos Beta Code: o(mo/yhfos

English (LSJ)

ον,

   A voting with, μὴ τοῖς ἐχθίστοις ὁμόψηφοι γένησθε And.2.28 ; ὁ. κατά τινων τοῖς τριάκοντα Lys.13.94.    II having an equal right to vote with, τοῖσι στρατηγοῖσι Hdt.6.109 ; μετὰ τῶν σφετέρων Id.7.149.

German (Pape)

[Seite 342] dasselbe Stimmrecht habend, τινί, wie ein Anderer, ὁμόψηφον τὸν πολέμαρχον ἐποιεῦντο τοῖσι στρατηγοῖσι, sie gaben ihm dieselbe Stimme, Her. 6, 109; μετά τινος, 7, 149; ὁμόψηφον γίγνεσθαί τινι, beistimmen, Andoc. 2 a. E.; Lys. 1394; Sp., wie Luc. bis accus. 35 Philops. 20.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόψηφος: -ον, ὁ ψηφίζων μετά τινος, μὴ τοῖς ἐχθίστοις ὁμόψηφοι γένησθε Ἀνδοκ. 23. 17· ὁμ. τινι κατὰ τινος Λυσ. 139. 6. ΙΙ. ὁ ἔχων ἴσον δικαίωμα νὰ δώσῃ ψῆφον, τοῖσι στρατηγοῖσι Ἡρόδ. 6, 109· μετὰ τῶν σφετέρων ὁ αὐτ. 7. 149.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a un droit de vote égal : τινι, à qqn ; μετά τινος, qui partage avec qqn le droit de vote.
Étymologie: ὁμός, ψῆφος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁμόψηφος, -ον)
αυτός που δίνει την ίδια ψήφο με άλλον ή άλλους («ὁμόψηφοι κατ' ἐκείνων τῶν ἀνδρῶν τοῑς τριάκοντα γενήσονται», Λυσ.)
νεοελλ.
αυτός που αποφασίστηκε ομόθυμα, με κοινή ψήφο
αρχ.
αυτός που έχει το ίδιο δικαίωμα ψήφου ή γνώμης με έναν άλλο («ὁμόψηφον τὸν πολέμαρχον ἐποιεῡντο τοῑσι στρατηγοῑσι», Ηρόδ.).
επίρρ...
ομοψήφως
με σύμφωνη γνώμη, με την ίδια ψήφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + ψῆφος (πρβλ. ισό-ψηφος, μονό-ψηφος)].

Greek Monotonic

ὁμόψηφος: -ον, αυτός που έχει ίσο δικαίωμα ψήφου με τους άλλους, με δοτ., σε Ηρόδ.· μετά τινων, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόψηφος: 1) иметь одинаковое право голоса: ὁ. τινι и μετά τινος Her. иметь право голосовать вместе с кем-л.;
2) голосовать вместе: ὁ. γίγνεσθαί τινι κατά τινος Lys. подавать свой голос (вместе) с кем-л. против кого-л.