κελευτιάω: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κελευτιάω:''' θαμιστικό του [[κελεύω]], όπως [[πνευστιάω]] από το [[πνέω]], που χρησιμ. μόνο στη Επικ. μτχ. <i>κελευτιόωντε</i> ([[δυϊκός]]), [[συνεχώς]] παροτρύνοντας (τους άνδρες), σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''κελευτιάω:''' θαμιστικό του [[κελεύω]], όπως [[πνευστιάω]] από το [[πνέω]], που χρησιμ. μόνο στη Επικ. μτχ. <i>κελευτιόωντε</i> ([[δυϊκός]]), [[συνεχώς]] παροτρύνοντας (τους άνδρες), σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''κελευτιάω:''' [frequ. к [[κελεύω]] (только part. praes. κελευτιόων) постоянно убеждать, побуждать, приказывать (κελευτιόων ὦρσεν Ἀχαιούς Hom.): ἀμφοτέρω Λἴαντε κελευτιόωντ᾽ ἐπὶ πύργων [[πάντοσε]] φοιτήτην Hom. оба Эанта всюду обходят башни, непрерывно давая указания.
}}
}}

Revision as of 07:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελευτιάω Medium diacritics: κελευτιάω Low diacritics: κελευτιάω Capitals: ΚΕΛΕΥΤΙΑΩ
Transliteration A: keleutiáō Transliteration B: keleutiaō Transliteration C: keleftiao Beta Code: keleutia/w

English (LSJ)

Frequentat. of κελεύω, only in Ep. part., Αἴαντε κελευτιόωντ' ἐπὶ πύργων πάντοσε φοιτήτην

   A continually urging on [the men], Il.12.265; -όων γαιήοχος ὦρσεν Ἀχαιούς 13.125 (v.l. κελευθιόων, = ὁδηγῶν, Sch. ad loc.; κελευστιόων Hsch.).

German (Pape)

[Seite 1415] frequentativum von κελεύω, beständig, wiederholt befehlen, antreiben; nur im part. praes., ὥς ῥα κελευτιόων Γαιήοχος ὦρσεν Ἆχαιούς Il. 13, 125, Αἴαντε κελευτιόωντε 12, 265; nach Hesych. κελευστιόων, Andere schrieben κελευθιόων.

Greek (Liddell-Scott)

κελευτιάω: θαμιστικὸν τοῦ κελεύω, ὡς τὸ πνευστιάω, ἐκ τοῦ πνέω, ἐν χρήσει μόνον κατ’ Ἐπ. μετοχ. κελευτιόων, «ἐπὶ δημηγορίας ὀτρυντικῆς» (Εὐστ.), Αἴαντε κελευτιόωντ’ ἐπὶ πύργων πάντοσε φοιτήτην, συνεχῶς παροτρύνοντες τοὺς ἄνδρας, Ἰλ. Μ. 265, πρβλ. Ν. 125. Ὑπάρχει διάφ. γραφ. κελευθιόων, πορευόμενος,- τύπος, ὃν ἀναφέρει ὁ Ἡσύχ., παρέχων ὡσαύτως καὶ κελευθείοντες· ἀλλ’ εὕρηται παρ’ Ἡσυχ. καὶ κελευστιόων = κελευστικῶς ἔχων.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. part. prés. épq. κελευτιόων;
presser vivement, ordonner, exciter.
Étymologie: κελεύω.

English (Autenrieth)

(frequentative of κελεύω), part. -τιόων: urge or cheer on, ‘animate,’ Il. 12.265. (Il.)

Greek Monotonic

κελευτιάω: θαμιστικό του κελεύω, όπως πνευστιάω από το πνέω, που χρησιμ. μόνο στη Επικ. μτχ. κελευτιόωντε (δυϊκός), συνεχώς παροτρύνοντας (τους άνδρες), σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

κελευτιάω: [frequ. к κελεύω (только part. praes. κελευτιόων) постоянно убеждать, побуждать, приказывать (κελευτιόων ὦρσεν Ἀχαιούς Hom.): ἀμφοτέρω Λἴαντε κελευτιόωντ᾽ ἐπὶ πύργων πάντοσε φοιτήτην Hom. оба Эанта всюду обходят башни, непрерывно давая указания.