ἐπεργασία: Difference between revisions

From LSJ

καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπεργᾰσία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[καλλιέργεια]] ξένου αγρού, [[κατάληψη]], [[οικειοποίηση]] ιερού εδάφους, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[δικαίωμα]] αμοιβαίας καλλιέργειας αγρών [[μεταξύ]] διαφορετικών ιδιοκτητών, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐπεργᾰσία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[καλλιέργεια]] ξένου αγρού, [[κατάληψη]], [[οικειοποίηση]] ιερού εδάφους, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[δικαίωμα]] αμοιβαίας καλλιέργειας αγρών [[μεταξύ]] διαφορετικών ιδιοκτητών, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπεργᾰσία:''' ἡ<b class="num">1)</b> обработка чужой земли (sc. τὰ τῶν γειτόνων Plat., преимущ. принадлежащей храмам: τῆς γῆς τῆς ἱερᾶς Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> право взаимного землепользования (для граждан соседних государств) ([[ἐπιγαμία]] καὶ ἐ. Xen.).
}}
}}

Revision as of 07:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεργᾰσία Medium diacritics: ἐπεργασία Low diacritics: επεργασία Capitals: ΕΠΕΡΓΑΣΙΑ
Transliteration A: epergasía Transliteration B: epergasia Transliteration C: epergasia Beta Code: e)pergasi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A cultivation of another's land, encroachment upon sacred ground (cf. foreg. 1.2), τῆς γῆς τῆς ἱερᾶς Th.1.139, cf. Pl.Lg.843c.    II right of mutual tillage in each other's territory, X.Cyr.3.2.23.    III treatment, discussion, Steph.in Hp.1.107 D.

German (Pape)

[Seite 916] ἡ, 1) die widerrechtliche Bestellung eines im fremden Gebiete belegenen oder heiligen Ackers, τῆς ἱερᾶς γῆς ἐπεργασίαν Μεγαρεῦσιν ἐπικαλοῦντες Thuc. 1, 139; vgl. Plat. Legg. VIII, 843 c. – 2) das Recht der Bürger zweier Nachbarstaaten, auf beiden Gebieten Ländereien besitzen u. bestellen zu dürfen, καὶ ἐπιγαμία Xen. Cyr. 3, 2, 23.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεργᾰσία: ἡ, καλλιέργεια ξένων ἀγρῶν, κατάληψις ἱεροῦ ἐδάφους (πρβλ. ἐπεργάζομαι), τῆς γῆς τῆς ἱερᾶς Θουκ. 1. 139, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 843C. ΙΙ. τὸ δικαίωμα τοῦ ἀμοιβαίως καλλιεργεῖν καὶ καρποῦσθαι τοὺς ἀγροὺς ἀλλήλων, Ξεν. Κύρ. 3. 2, 23· πρβλ. ἐπιγαμία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 action de cultiver le terrain d’autrui, empiètement;
2 droit, pour deux voisins, de cultiver réciproquement le domaine l’un de l’autre.
Étymologie: ἐπεργάζομαι.

Greek Monolingual

ἐπεργασία, η (Α) επεργάζομαι
παράνομη καλλιέργεια ξένης, και ειδικά ιερής, γης («ἐπικαλοῡντες ἐπεργασίαν Μεγαρεῡσι τῆς γῆς τῆς ἱερᾱς», Θουκ.)
2. το δικαίωμα αμοιβαίας καλλιέργειας σε ξένους αγρούς («ἐπιγαμίας δ' εἶναι καὶ ἐπεργασίας καὶ ἐπινομίας», Ξεν.)
3. συζήτηση.

Greek Monotonic

ἐπεργᾰσία: ἡ,
I. καλλιέργεια ξένου αγρού, κατάληψη, οικειοποίηση ιερού εδάφους, σε Θουκ.
II. δικαίωμα αμοιβαίας καλλιέργειας αγρών μεταξύ διαφορετικών ιδιοκτητών, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεργᾰσία:1) обработка чужой земли (sc. τὰ τῶν γειτόνων Plat., преимущ. принадлежащей храмам: τῆς γῆς τῆς ἱερᾶς Thuc.);
2) право взаимного землепользования (для граждан соседних государств) (ἐπιγαμία καὶ ἐ. Xen.).