κόμμι: Difference between revisions
Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κόμμῐ:''' τό, [[κόμμι]], [[γόμα]], [[τσίχλα]], Λατ. [[gummi]], σε Ηρόδ. (ξέν. [[λέξη]]). | |lsmtext='''κόμμῐ:''' τό, [[κόμμι]], [[γόμα]], [[τσίχλα]], Λατ. [[gummi]], σε Ηρόδ. (ξέν. [[λέξη]]). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κόμμῐ:''' τό indecl. гумми, камедь Her., Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A gum, Hdt.2.86,96, Hp.Art.33, etc.; obtained from Acacia arabica, Thphr.HP9.1.3, Dsc.1.101.—Foreign word, Ath.2.66f, prob. Egypt. kemai, commonly indecl., as in Il.cc., Gal.18(1).808; also declined, gen. κόμμεως Hp.Mul.2.192, Gal.10.374; dat. κόμμει Str.12.7.3 (fem.), Dsc.1.66, Gal.12.718, κόμμιδι Crobyl.10, v.l. Hdt.2.86 (ap.AB104).
German (Pape)
[Seite 1478] τό, Gummi; indeklinabel bei Hippocr.; Her. 2, 86 (wo v. l. κόμμιδι, s. B. A. 104) und 96; Diosc.; τοῦ κόμμεως Schol. Nic. Al. 99; κόμμει Galen.; so auch bei a. Sp., vgl. Lob. zu Phryn. 289; τῇ κόμμει Strab. XII, 570. – Es ist ein Fremdwort, Ath. II, 66 f; vgl. noch Arist. Meteorl. 4, 10 und Strab. XVII, 809.
Greek (Liddell-Scott)
κόμμῐ: τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «γόμμα», Λατ. gummi, Ἡρόδ. 2. 86, 96, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799. ― ξενικὴ λέξις (Ἀθήν. 66F, Χοιροβ. 1. 373 Gaisf.), συνήθως ἄκλιτ., ὡς ἐν τοῖς μνημονευθεῖσι χωρίοις· ἀλλ’ ὡσαύτως κλιτόν, γεν. κόμμεως, Ἱππ. καὶ Γαλην.· δοτ. κόμμει Διοσκ. 1. 79, Γαλην., καὶ κόμμιδι Κρώβυλ. ἐν Ἀδήλ. 3, διάφ. γραφ. ἐν Ἡροδ. 2. 86· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 288. Περὶ τῆς καταλήξεως ἴδε πέπερι.
French (Bailly abrégé)
(τὸ) indécl. ou gén. κόμμεως;
dat. κόμμει ou κόμμιδι;
gomme.
Étymologie: mot arabe.
Spanish
Greek Monolingual
το (Α κόμμι, -εως)
ιξώδης ουσία φυτικής προέλευσης η οποία εκκρίνεται συνήθως από εγκοπές ή τυχαία τραύματα που δημιουργούνται στον φλοιό ορισμένων δένδρων ή θάμνων («ελαστικό κόμμι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. αιγυπτιακής προελεύσεως, πρβλ. αιγυπτ. kmjt, κοπτ. komi, komme.
ΠΑΡ. κομμιώδης
αρχ.
κομμίζω
αρχ.-μσν.
κομμίδιον, κόμμωσις.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. κομμεορητίνη, κομμιογραφία, κομμιοτυπία, κομμιοτυπικός, κομμιοφόρος. (Β' συνθετικό) οξυκόμμι].
Greek Monotonic
κόμμῐ: τό, κόμμι, γόμα, τσίχλα, Λατ. gummi, σε Ηρόδ. (ξέν. λέξη).
Russian (Dvoretsky)
κόμμῐ: τό indecl. гумми, камедь Her., Arst.