ἐκπνοή: Difference between revisions

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκπνοή:''' ἡ, [[αέρας]] που βγαίνει απ' τους πνεύμονες, [[ξεψύχισμα]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἐκπνοή:''' ἡ, [[αέρας]] που βγαίνει απ' τους πνεύμονες, [[ξεψύχισμα]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκπνοή:''' ἡ<b class="num">1)</b> выдыхание, выдох Plat., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> испарение (αἱ ἐξ ὑγροῦ φερόμεναι ἐκπνοαί Arst.);<br /><b class="num">3)</b> pl. дыхание, веяние (Τυφῶνος Plut.);<br /><b class="num">4)</b> pl. хрипение (θανάσιμοι ἐκπνοαί Eur.).
}}
}}

Revision as of 07:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπνοή Medium diacritics: ἐκπνοή Low diacritics: εκπνοή Capitals: ΕΚΠΝΟΗ
Transliteration A: ekpnoḗ Transliteration B: ekpnoē Transliteration C: ekpnoi Beta Code: e)kpnoh/

English (LSJ)

ἡ,

   A breathing out, exhalation, opp. ἀναπνοή,Pl.Ti.78e,Arist.Sens.436a15; opp. εἰσπνοή, Id.Resp.471a8 ; θανάσιμοι ἐ. E.Hipp.1438.    2 death, J.AJ19.8.3.    3 vent, blow-hole, Placit.2.25.1 ; Τυφῶνος ἐκπνοαί, name of a marsh, Plu.Ant.3.    II vapour, Arist.Mu.394b13(pl.).

German (Pape)

[Seite 774] ἡ, das Aushauchen, Ausathmen; καὶ ἀναπνοή Plat. Tim. 78 e; Arist. oft; θανάσιμοι ἐκπνοαί Eur. Hipp. 1438.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπνοή: ἡ, τὸ ἐκπνεῖν, ἔκπνευσις, ἀντίθετον τῷ ἀναπνοή, Πλάτ. Τίμ. 78 Ε, Ἀριστ. π. Αἰσθ. 1. 3· τῷ εἰσπνοὴ Ἀριστ. π. Ἀναπν. 2.3· θανάσιμοι ἐκπνοαὶ Εὐρ. Ἱππ. 1438. ΙΙ. πνοὴ ἀέρος ἔκ τινος μέρους, αὔρας δὲ τὰς ἐξ ὑγροῦ φερομένας ἐκπνοὰς Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 10.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
action de rendre le souffle, d’expirer.
Étymologie: ἐκπνέω.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
I 1fisiol. exhalación, espiración op. ἀναπνοή Pl.Ti.78e, Arist.Sens.436a15, op. εἰσπνοή Arist.Iuu.471a8, Ph.243b12, Str.3.5.7, πρὸς ἐκπνοὴν ἡ τῶν βραγχίων ἐστὶ φύσις las branquias son por naturaleza para la espiración Arist.PA 696b9, τὸν πνιγμὸν ποιεῖ ... ὁ ἀήρ ...· οὐ γὰρ διαδίδωσι τῇ ἐκπνοῇ Thphr.Ign.24.
2 ref. a la muerte expiración, último suspiro, fallecimiento ἐμοὶ ... οὐ θέμις ... ὄμμα χραίνειν θανασίμοισιν ἐκπνοαῖς no me está permitido ensuciar mi vista con estertores de muerte E.Hipp.1438, ἀγνοουμένης ... τῆς ἐκπνοῆς αὐτοῦ I.AI 19.353.
II concr.
1 respiradero, boca (τῆς σελήνης) κύκλον ... ἔχοντα μίαν ἐκπνοήν οἷον πρηστῆρος αὐλόν el cerco lunar tiene un solo respiradero a modo de tubo de fuelle, Placit.2.25.1 (= Anaximandr.A 22), ἐκπνοὰς δ' ὑπάρξαι πόρους τινὰς αὐλώδεις Hippol.Ref.1.6.4 (= Anaximandr.A 11), Τυφῶνος ... ἐκπνοαί respiraderos de Tifón n. dado por los egipcios a las bocas de la laguna de Serbónide, Plu.Ant.3.
2 como un tipo de viento brisa τὰ δὲ ἐν ἀέρι πνέοντα πνεύματα καλοῦμεν ἀνέμους, αὔρας δὲ τὰς ἐξ ὑγροῦ φερομένας ἐκπνοάς Arist.Mu.394b13.

Greek Monolingual

η (AM ἐκπνοή)
η έξοδος του αέρα από τα αναπνευστικά όργανα
νεοελλ.
λήξη ορισμένης χρονικής περιόδου («εκπνοή προθεσμίας»)
αρχ.
1. θάνατος
2. αναθυμίαση ή πνοή σε μορφή ατμού
3. το στόμιο απ' όπου εξατμίζεται κάτι περιορισμένο σε κλειστό χώρο.

Greek Monotonic

ἐκπνοή: ἡ, αέρας που βγαίνει απ' τους πνεύμονες, ξεψύχισμα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπνοή:1) выдыхание, выдох Plat., Arst.;
2) испарение (αἱ ἐξ ὑγροῦ φερόμεναι ἐκπνοαί Arst.);
3) pl. дыхание, веяние (Τυφῶνος Plut.);
4) pl. хрипение (θανάσιμοι ἐκπνοαί Eur.).