ἐμπυριβήτης: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμπῠρῐβήτης:''' -ου, ὁ (ἐν, [[πῦρ]], [[βαίνω]]), κατασκευασμένος να αντέχει στη [[φωτιά]], λέγεται για τρίποδα, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἐμπῠρῐβήτης:''' -ου, ὁ (ἐν, [[πῦρ]], [[βαίνω]]), κατασκευασμένος να αντέχει στη [[φωτιά]], λέγεται για τρίποδα, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπῠρῐβήτης:''' ставящийся на огонь ([[τρίπους]] Hom.).
}}
}}

Revision as of 07:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπῠρῐβήτης Medium diacritics: ἐμπυριβήτης Low diacritics: εμπυριβήτης Capitals: ΕΜΠΥΡΙΒΗΤΗΣ
Transliteration A: empyribḗtēs Transliteration B: empyribētēs Transliteration C: empyrivitis Beta Code: e)mpuribh/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (ἐν, πῦρ, βαίνω)

   A made for standing on the fire, μέγαν τρίποδ' ἐμπυριβήτην Il.23.702.

German (Pape)

[Seite 818] τρίπους, über dem Feuer stehend, Il. 23, 702.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπῠρῐβήτης: -ου, ὁ, (ἐν, πῦρ, βαίνω) ὁ ἐπὶ τοῦ πυρὸς τιθέμενος, μέγαν τρίποδ’ ἐμπυριβήτην Ἰλ. Ψ. 702, Ἀθήν. 38Α.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui va sur le feu.
Étymologie: ἐν, πῦρ, βαίνω.

English (Autenrieth)

(πῦρ, βαίνω): standing over the fire; τρίπος, Il. 23.702†.

Spanish (DGE)

(ἐμπῠρῐβήτης) -ου, ὁ que se pone sobre el fuego μέγαν τρίποδ' ἐμπυριβήτην Il.23.702, cf. plu. Semus 16
epít. del adivino Euclo, Hsch.

{{grml |mltxt=ἐμπυριβήτης, ο (Α) [[εν, πυρ, βαίνω
τρίποδας που τοποθετείται πάνω στη φωτιά, κν. σιδεροστιά, πυροστιά («τῷ μὲν νικήσαντι μέγαν τρίποδ' ἐμπυριβήτην», Ομ. Ιλ.). }}

Greek Monotonic

ἐμπῠρῐβήτης: -ου, ὁ (ἐν, πῦρ, βαίνω), κατασκευασμένος να αντέχει στη φωτιά, λέγεται για τρίποδα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπῠρῐβήτης: ставящийся на огонь (τρίπους Hom.).