βουπλήξ: Difference between revisions

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βουπλήξ:''' -ῆγος, ὁ ([[πλήσσω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[κεντρί]] του βοδιού, βούκεντρο, Λατ. [[stimulus]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[τσεκούρι]] προς [[σφαγή]] των βοδιών, σε Ανθ.
|lsmtext='''βουπλήξ:''' -ῆγος, ὁ ([[πλήσσω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[κεντρί]] του βοδιού, βούκεντρο, Λατ. [[stimulus]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[τσεκούρι]] προς [[σφαγή]] των βοδιών, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''βουπλήξ:''' πλῆγος ὁ и ἡ<br /><b class="num">1)</b> остроконечная палка (которой погоняли быков), стрекало Hom., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> жертвенный топор Anth.
}}
}}

Revision as of 07:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουπλήξ Medium diacritics: βουπλήξ Low diacritics: βουπλήξ Capitals: ΒΟΥΠΛΗΞ
Transliteration A: bouplḗx Transliteration B: bouplēx Transliteration C: voupliks Beta Code: bouplh/c

English (LSJ)

ῆγος, ὁ (also ἡ, Ps.-Luc.Philopatr.4, EM371.40),

   A ox-goad, θεινόμεναι βουπλῆγι (gender undetermined) Il. 6.135.    2 axe for felling an ox, AP9.352 (Leon.), Timo4.1, Q.S.1.159.

German (Pape)

[Seite 459] ῆγος, Rinder schlagend; als subst., ἡ, der Stachelstab, zum Antreiben der Rinder, Hom. einmal, Iliad. 6, 135 Διωνύσοιο τιθήνας σεῦε κατ' ἠγάθεον Νυσήιον· αἱ δ' ἅμα πᾶσαι θύσθλα χαμαὶ κατέχευαν, ὑπ' ἀνδροφόνοιο Λυκούργου θεινόμεναι βουπλῆγι, vgl. über den Accent Scholl. Herodian. – Luc. Philop. 4; ὁ, Tim. Phlias. Ath. X, 445 e; sp. D. Nach Einigen = Beil zum Tödten von Rindern, Apoll. Lex. Homer. p. 52, 7 βουπλῆγι πελέκει· οἱ δὲ τῇ μάστιγι, vgl. Scholl. Iliad. 6, 135; so braucht es für »Opferbeil« Leon. Al. 9 (IX, 352); dah. Streitaxt, ἀμφίτυπος, βαθύστομος, Qu. Sm. 1, 158. 337.

Greek (Liddell-Scott)

βουπλήξ: ῆγος, ὁ, (καὶ ἡ, Ψευδο-Λουκ. Φιλοπάτρ. 4, Ἐτυμ. Μ. 371) κέντρον βοός, βούκεντρον, Λατ. stimulus, θεινόμεναι βουπλῆγι (τὸ γένος ἀόριστον) Ἰλ. Ζ. 135. 2) πέλεκυς πρὸς σφαγὴν βοός, Ἀνθ. Π. 9. 352, Τίμων παρ’ Ἀθην. 445Ε, Κόϊντ. Σμ. 1. 159.

French (Bailly abrégé)

ῆγος (ὁ et ἡ)
aiguillon, bâton ou fouet de bouvier.
Étymologie: βοῦς, πλήσσω.

English (Autenrieth)

ῆγος (πλήσσω): ox-goad, Il. 6.135†.

Spanish (DGE)

-ῆγος, ὁ

• Morfología: [fem. ἡ β. Luc.Philopatr.4, EM 371.40G.]
1 aguijada, Il.6.135, Luc.l.c., Paus.Gr.β 15, EM l.c.
2 hacha para el sacrificio de toros, AP 9.352 (Leon.), Timo SHell.778.1
gener. hacha como arma ἀμφίτυπος Q.S.1.159, 12.571.

Greek Monolingual

βουπλήξ (-ῆγος), ο (Α)
1. η βουκέντρα
2. πελέκι για τη σφαγή βοδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -πληξ < πλήσσω, πλήττω (πρβλ. αλιπλήξ, αμφιπλήξ, κυματοπλήξ, παραπλήξ κ.ά.)].

Greek Monotonic

βουπλήξ: -ῆγος, ὁ (πλήσσω),
1. κεντρί του βοδιού, βούκεντρο, Λατ. stimulus, σε Ομήρ. Ιλ.
2. τσεκούρι προς σφαγή των βοδιών, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

βουπλήξ: πλῆγος ὁ и ἡ
1) остроконечная палка (которой погоняли быков), стрекало Hom., Luc.;
2) жертвенный топор Anth.