πρεπόντως: Difference between revisions
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πρεπόντως:''' επίρρ. μτχ. του [[πρέπον]],<br /><b class="num">1.</b> με κατάλληλο τρόπο, πειθήνια, [[προσηκόντως]], κομψά, χαριτωμένα, σε Πίνδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ., με τρόπο που αρμόζει, [[κατάλληλα]] με, σε Πλάτ.· επίσης με γεν.· όπως [[ἀξίως]], στον ίδ. | |lsmtext='''πρεπόντως:''' επίρρ. μτχ. του [[πρέπον]],<br /><b class="num">1.</b> με κατάλληλο τρόπο, πειθήνια, [[προσηκόντως]], κομψά, χαριτωμένα, σε Πίνδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ., με τρόπο που αρμόζει, [[κατάλληλα]] με, σε Πλάτ.· επίσης με γεν.· όπως [[ἀξίως]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρεπόντως:''' подобающим образом Pind., Aesch.: π. τινός и τινί Plat. как подобает кому-л., достойным кого-л. образом. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:04, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv. part. of πρέπω,
A fitly, meetly, A.Ag.687 (lyr.); gracefully, Pi.O.3.9, Th.4.126. 2 c. dat., in a manner befitting, suitably to, σαυτῷ τε καὶ τῇ πατρίδι π. Pl.Lg.699d, cf. 835b: c. gen., in a manner worthy of, π. τῶν πραξάντων Id.Mx.239c.
German (Pape)
[Seite 697] adv. part. praes. von πρέπω, auf geziemende od. schickliche Art; Pind. Ol. 3, 9; Aesch. Ag. 673; Eur. Rhes. 202; u. in Prosa: ὡς πρεπόντως τοῦ νεανίσκου εἰπόντος, Plat. Conv. 198 a, σαυτῷ καὶ τῇ πατρίδι πρεπόντως, Legg. III, 699 a, u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
πρεπόντως: ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ πρέπω, κατὰ πρέποντα τρόπον, προσηκόντως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 687· ὡς πρέπει, χαριέντως, ἐπιχαρίτως, Πινδ. Ο. 3. 16. 2) μετὰ δοτ., κατὰ τρόπον ἁρμόζοντα εἰς..., σαυτῇ καὶ τῇ πατρίδι πρ. Πλάτ. Νόμ. 699D, πρβλ. 835Β· μετὰ γεν., ὡς τὸ ἀξίως, πρ. τῶν πραξόντων ὁ αὐτ. ἐν Μενεξ. 239C.
French (Bailly abrégé)
adv.
décemment, convenablement.
Étymologie: πρέπων part. prés. de πρέπω.
English (Slater)
πρεπόντως
1 fittingly συμμεῖξαι πρεπόντως (O. 3.9)
Greek Monolingual
Α
επίρρ. κατά πρέποντα, κατά αρμόζοντα τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρέπων, -οντος, μτχ. του πρέπω.
Greek Monotonic
πρεπόντως: επίρρ. μτχ. του πρέπον,
1. με κατάλληλο τρόπο, πειθήνια, προσηκόντως, κομψά, χαριτωμένα, σε Πίνδ., Αισχύλ.
2. με δοτ., με τρόπο που αρμόζει, κατάλληλα με, σε Πλάτ.· επίσης με γεν.· όπως ἀξίως, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
πρεπόντως: подобающим образом Pind., Aesch.: π. τινός и τινί Plat. как подобает кому-л., достойным кого-л. образом.