ἀνεύθετος: Difference between revisions
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
(3) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνεύθετος:''' ον, [[ακατάλληλος]], [[ανεπίκαιρος]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ἀνεύθετος:''' ον, [[ακατάλληλος]], [[ανεπίκαιρος]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνεύθετος:''' неприспособленный, непригодный (πρός τι NT). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A inconvenient, λιμὴν ἀ. πρὸς παραχειμασίαν Act.Ap. 27.12.
German (Pape)
[Seite 227] nicht gut angeordnet, nicht wohl angepaßt, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεύθετος: -ον, ὁ μὴ εὔθετος, ἀκατάλληλος, ἀνευθέτου δὲ τοῦ λιμένος ὑπάρχοντος πρὸς παραχειμασίαν Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
mal situé, peu convenable.
Étymologie: ἀ, εὔθετος.
Spanish (DGE)
-ον
inconveniente ἀνευθέτου δὲ τοῦ λιμένος ὑπάρχοντος πρὸς παραχειμασίαν como el puerto no fuera adecuado para invernar, Act.Ap.27.12.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and εὔθετος; not well set, i.e. inconvenient: not commodious.
English (Thayer)
ἀνευθετον, not convenient, not commodious, not fit: Moschion 53).)
Greek Monotonic
ἀνεύθετος: ον, ακατάλληλος, ανεπίκαιρος, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἀνεύθετος: неприспособленный, непригодный (πρός τι NT).