ὑλώδης: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑλώδης:''' [ῦ], -ες ([[εἶδος]]),<br /><b class="num">I.</b> [[δασωμένος]], [[ξυλώδης]], [[δασώδης]], σε Θουκ.· <i>τὰ ὑλώδη</i>, δασώδεις περιοχές, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[θολός]], [[λασπώδης]], λασπωμένος, σε Πλούτ. | |lsmtext='''ὑλώδης:''' [ῦ], -ες ([[εἶδος]]),<br /><b class="num">I.</b> [[δασωμένος]], [[ξυλώδης]], [[δασώδης]], σε Θουκ.· <i>τὰ ὑλώδη</i>, δασώδεις περιοχές, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[θολός]], [[λασπώδης]], λασπωμένος, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑλώδης:''' (ῡ)<b class="num">1)</b> лесистый ([[νῆσος]] Thuc.; [[λόφος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> мутный, илистый ([[λίμνη]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:56, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῡ], ες.
A woody, wooded, νῆσος Th.4.8,29; πάγος S.Ichn. 215; ὄρος, λόφος, Dicaearch.2.1, Plu.Marc.29; ὁδοί Onos.6.7: τὰ ὑ. wooded ground, opp. τὰ ψιλά, X.Cyn.5.7. II turbid, muddy, ὕδωρ Dsc.5.81; ποταμός, λίμναι, ῥεῖθρον, Plu.Pyrrh.21, Sull.20, Brut. 51: metaph., βίος David Proll.79.3: cf. ὕλη IV. 1.
German (Pape)
[Seite 1177] ες, 1) holzig, waldig; Thuc. 4, 29; τόπος, Pol. 3, 18, 10. – 2) = ἰλυώδης, unrein, schlammig, s. Schaef. Greg. p. 555 u. vgl. ὑλίζω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑλώδης: -ες, (εἶδος) δασώδης, ὑπὸ δάσους κεκαλυμμένος, νῆσος Θουκ. 4. 8, 29· λόφος, ὄρος Πλούτ., κλπ.· τὰ ὑλώδη, τόποι δασώδεις, ὑπὸ δασῶν κεκαλυμμένοι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ψιλά, Ξεν. Κυν. 5. 7. ΙΙ. θολός, πηλώδης, ὕδωρ, οἶνος Διοσκ. 5. 87· ποταμός, λίμνη, ῥεῖθρον Πλουτ. Πύρρ. 21, Σύλ. 20, Βροῦτ. 51. ἀλλ’ ἴδε ὕλη IV.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
1 boisé, couvert de forêts;
2 plein de lie, bourbeux.
Étymologie: ὕλη, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες / ὑλώδης, -ῶδες, ΝΑ ύλη
ο καλυμμένος από δάσος, σύδενδρος, δασώδης («ὑλώδης τε καὶ ἀτριβὴς πᾱσα ὑπ' ἐρημίας ἦν», Θουκ.)
αρχ.
1. υλικός
2. ο γεμάτος ιλύ, πηλώδης, θολός («πρὸς χωρία δύσιππα καὶ ποταμὸν ὑλώδη καὶ τραχύν», Πλούτ.)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑλώδη
τόποι καλυμμένοι από δάση.
Greek Monotonic
ὑλώδης: [ῦ], -ες (εἶδος),
I. δασωμένος, ξυλώδης, δασώδης, σε Θουκ.· τὰ ὑλώδη, δασώδεις περιοχές, σε Ξεν.
II. θολός, λασπώδης, λασπωμένος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ὑλώδης: (ῡ)1) лесистый (νῆσος Thuc.; λόφος Plut.);
2) мутный, илистый (λίμνη Plut.).