προσεπίκειμαι: Difference between revisions
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσεπίκειμαι:''' Παθ., βρίσκομαι επίμονα δίπλα, σε Δημ. | |lsmtext='''προσεπίκειμαι:''' Παθ., βρίσκομαι επίμονα δίπλα, σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσεπίκειμαι:''' приступать еще с просьбами, сверх того настаивать Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:56, 31 December 2018
English (LSJ)
A to be urgent or instant besides, π. ἡ πόλις ἀξιοῦσα εἰσφέρειν D.27.66.
German (Pape)
[Seite 761] (s. κεῖμαι), noch dazu anliegen mit Bitten od. Anforderungen, προσεπίκειται ἡ πόλις ἀξιοῦσα εἰσφέρειν Dem. 27, 66, u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσεπίκειμαι: Παθ., ἐπίκειμαι, ἐπάγομαι προσέτι, ἐπιμένω ἐπαιτῶν, πρ. ἡ πόλις ἀξιοῦσα εἰσφέρειν Δημ. 834. 19.
French (Bailly abrégé)
insister encore plus.
Étymologie: πρός, ἐπίκειμαι.
Greek Monolingual
Α
πιέζω επί πλέον με παράκληση ή αξίωση, επιμένω επιπροσθέτως στην απαίτησή μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐπίκειμαι «πιέζω, παρακινώ, προτρέπω»].
Greek Monotonic
προσεπίκειμαι: Παθ., βρίσκομαι επίμονα δίπλα, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
προσεπίκειμαι: приступать еще с просьбами, сверх того настаивать Dem.