μυάγρα: Difference between revisions
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μυάγρα:''' ἡ ([[μῦς]]), [[ποντικοπαγίδα]], σε Ανθ. | |lsmtext='''μυάγρα:''' ἡ ([[μῦς]]), [[ποντικοπαγίδα]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μυάγρα:''' ἡ мышеловка Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:23, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, (μῦς)
A mouse-trap, AP9.410 (Tull. Sab.), Poll.7.41:— also μύαγρον, τό, Gloss. II = ἀσπάραγος πετραῖος, Ps.-Dsc.2.125.
German (Pape)
[Seite 213] ἡ, die Mäusefalle, Tull. Gem. 9 (IX, 410).
Greek (Liddell-Scott)
μυάγρα: ἡ, (μῦς) παγὶς πρὸς σύλληψιν μυῶν, Ἀνθ. Π. 9. 410, Πολυδ. Ζ΄, 41.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
souricière.
Étymologie: μῦς, ἄγρα.
Greek Monolingual
η (Α μυάγρα και ιων. τ. μυάγρη)
παγίδα με την οποία πιάνονται οι ποντικοί, ποντικοπαγίδα, φάκα
νεοελλ.
ναυτ. φωτιστική συσκευή αποτελούμενη από τρεις λαμπτήρες οι οποίοι ρίχνουν φως μόνο προς τα πίσω
αρχ.
1. το φυτό ασπάραγος ο πετραίος
2. (κατά τον Δουκάγγ.) «τὸ άναρριπτόμενον της μυάγρας ξύλον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + ἄγρα «κυνήγι» (πρβλ. ποδ-άγρα, πυρ-άγρα)].
Greek Monotonic
μυάγρα: ἡ (μῦς), ποντικοπαγίδα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μυάγρα: ἡ мышеловка Anth.