κατάγνωσις: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 431
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατάγνωσις:''' -εως, ἡ ([[καταγιγνώσκω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[κατάκριση]], χαμηλή [[εκτίμηση]] ή περιφρονητική [[άποψη]] για κάποιον, με γεν., σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[κρίση]] που δίνεται [[εναντίον]] κάποιου, [[καταδίκη]], στον ίδ., σε Δημ.· <i>τοῦ θανάτου</i>, [[καταδίκη]] σε θάνατο, σε Ξεν.
|lsmtext='''κατάγνωσις:''' -εως, ἡ ([[καταγιγνώσκω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[κατάκριση]], χαμηλή [[εκτίμηση]] ή περιφρονητική [[άποψη]] για κάποιον, με γεν., σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[κρίση]] που δίνεται [[εναντίον]] κάποιου, [[καταδίκη]], στον ίδ., σε Δημ.· <i>τοῦ θανάτου</i>, [[καταδίκη]] σε θάνατο, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''κατάγνωσις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> невысокое мнение, пренебрежительное отношение: διὰ κατάγνωσιν ἀσθενείας [[σφῶν]] Thuc. будучи убеждены в их слабости;<br /><b class="num">2)</b> осуждение, обвинительный приговор (ἐκ τῆς [[βουλῆς]] Arst.): [[μετὰ]] ψήφου ἀδίκου καταγνώσεως Thuc. путем несправедливого осуждения; κ. τοῦ θανάτου Xen. осуждение на смерть;<br /><b class="num">3)</b> порицание, упрек Polyb.
}}
}}

Revision as of 09:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάγνωσις Medium diacritics: κατάγνωσις Low diacritics: κατάγνωσις Capitals: ΚΑΤΑΓΝΩΣΙΣ
Transliteration A: katágnōsis Transliteration B: katagnōsis Transliteration C: katagnosis Beta Code: kata/gnwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A thinking ill of, low or contemptuous opinion of... κ. ἀσθενείας τινός Th.3.16; moral condemnation, blame, censure, Ephor.1 J., Plb.6.6.8, Phld.Vit.Herc.1457.9.    II judgement given against one, condemnation, Th.3.82, Arist.Ath.45.1 (pl.), D.21.175; τοῦ θανάτου to death, X.Mem.4.8.1.    III dereliction of duty, PFlor, 313.5 (v A.D.), POxy.140.17(vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1343] ἡ, Verurtheilung, Thuc. 2, 82; θανάτου, zum Tode, Xen. Mem. 4, 8, 1; Dem. 24, 63 im Gesetz; Mißbilligung, Geringschätzung, Thuc. 3, 16; καὶ προσκοπή Pol. 6, 6, 8.

Greek (Liddell-Scott)

κατάγνωσις: -εως, ἡ, τὸ καταφρονεῖν τινα ἕνεκά τινος, αἰσθόμενοι δὲ αὐτοὺς οἱ Ἀθηναῖοι διὰ κατάγνωσιν ἀσθενείας σφῶν παρασκευαζομένους, = διὰ τὸ καταγνῶναι σφῶν ἀσθένειαν παρασκ., Θουκ. 3. 16· μομφή, κατηγορία, κατάκρισις, Πολύβ. 6. 6, 8. ΙΙ. κρίσις γινομένη κατά τινος, καταδίκη, Θουκ. 3. 82, Δημ. 571. 15· τὴν κατάγνωσιν τοῦ θανάτου, τὴν εἰς θάνατον καταδίκην, Ξεν. Ἀπομν. 4. 8, 1.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 mauvaise opinion de;
2 condamnation.
Étymologie: καταγιγνώσκω.

Greek Monolingual

κατάγνωσις, ἡ (Α) καταγιγνώσκω
1. περιφρόνηση, αποδοκιμασία («αἰσθόμενοι δὲ αὐτοὺς οἱ Ἀθηναῑοι διὰ κατάγνωσιν ἀσθενείας σφῶν παρασκευαζομένους», Θουκ.)
2. μομφή, κατηγορία
3. δυσμενής κρίση, καταδίκη («τὴν κατάγνωσιν τοῡ θανάτου», Ξεν.)
4. η παράλειψη του καθήκοντος.

Greek Monotonic

κατάγνωσις: -εως, ἡ (καταγιγνώσκω
I. κατάκριση, χαμηλή εκτίμηση ή περιφρονητική άποψη για κάποιον, με γεν., σε Θουκ.
II. κρίση που δίνεται εναντίον κάποιου, καταδίκη, στον ίδ., σε Δημ.· τοῦ θανάτου, καταδίκη σε θάνατο, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κατάγνωσις: εως ἡ1) невысокое мнение, пренебрежительное отношение: διὰ κατάγνωσιν ἀσθενείας σφῶν Thuc. будучи убеждены в их слабости;
2) осуждение, обвинительный приговор (ἐκ τῆς βουλῆς Arst.): μετὰ ψήφου ἀδίκου καταγνώσεως Thuc. путем несправедливого осуждения; κ. τοῦ θανάτου Xen. осуждение на смерть;
3) порицание, упрек Polyb.