καλλίβωλος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(5) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καλλίβωλος:''' -ον (βῶλον), [[εύφορος]], [[καρποφόρος]], σε Ευρ. | |lsmtext='''καλλίβωλος:''' -ον (βῶλον), [[εύφορος]], [[καρποφόρος]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καλλίβωλος -ον [καλός, βῶλος] met vruchtbare grond. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with rich soil, Ἴδας ὄρος E.Or.1382 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1309] schönschollig, mit fruchtbarem Boden, ἄστυ Eur. Or. 1382; bei Eustath. auch καλλιβῶλαξ.
Greek (Liddell-Scott)
καλλίβωλος: -ον, ἔχων καλοὺς βόλους, εὔφορον γῆν, ἄστυ Εὐρ. Ὀρ. 1382.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux belles mottes de terre, au sol fertile.
Étymologie: καλός, βῶλος.
Greek Monolingual
καλλίβωλος, -ον (Α)
αυτός που έχει πλούσιο έδαφος, ο εύφορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + βῶλος «βώλος γης»].
Greek Monotonic
καλλίβωλος: -ον (βῶλον), εύφορος, καρποφόρος, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλίβωλος -ον [καλός, βῶλος] met vruchtbare grond.