κεφαλαλγής: Difference between revisions

nl
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κεφᾰλαλγής:''' -ές ([[ἀλγέω]]), αυτός που προκαλεί πονοκέφαλο, σε Ξεν.
|lsmtext='''κεφᾰλαλγής:''' -ές ([[ἀλγέω]]), αυτός που προκαλεί πονοκέφαλο, σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=κεφαλαλγής -ές [κεφαλαλγία] hoofdpijn hebbend. hoofdpijn veroorzakend:. καὶ ἦν καὶ παρὰ πότον ἡδὺ μέν, κεφαλαλγὲς δέ en het was ook lekker bij de drank, maar het bezorgde je hoofdpijn Xen. An. 2.3.15.
}}
}}