διαπραγματεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness

Source
(4)
(nl)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαπραγμᾰτεύομαι:''' μέλ. <i>-εύσομαι</i>, αποθ.:<br /><b class="num">I.</b> [[εξετάζω]], [[διερευνώ]] εξονυχιστικά, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[κερδίζω]] μέσω εμπορικής συναλλαγής, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''διαπραγμᾰτεύομαι:''' μέλ. <i>-εύσομαι</i>, αποθ.:<br /><b class="num">I.</b> [[εξετάζω]], [[διερευνώ]] εξονυχιστικά, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[κερδίζω]] μέσω εμπορικής συναλλαγής, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elnl
|elnltext=δια-πραγματεύομαι nauwkeurig onderzoeken; NT zaken doen.
}}
}}

Revision as of 11:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπραγμᾰτεύομαι Medium diacritics: διαπραγματεύομαι Low diacritics: διαπραγματεύομαι Capitals: ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: diapragmateúomai Transliteration B: diapragmateuomai Transliteration C: diapragmateyomai Beta Code: diapragmateu/omai

English (LSJ)

   A discuss or examine thoroughly, τοῦτον τὸν λόγον Pl.Phd.77d; τὴν αἰτίαν ib.95e.    II gain by trading, Ev.Luc. 19.15.    III accomplish, τι πρὸς τοὺς θεούς Iamb.Myst.5.16.

German (Pape)

[Seite 597] 1) genau durchforschen, untersuchen, Plat. Phaed. 77 d 95 e. – 2) unternehmen, Dion. Hal. 3, 72.

Greek (Liddell-Scott)

διαπραγμᾰτεύομαι: ἀποθ., συζητῶ ἢ ἐξετάζω ἐπιμελῶς ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους τοῦτον τὸν λόγον Πλάτ. Φαίδωνι 77D· τὴν αἰτίαν αὐτόθι 95Ε. ΙΙ. ἐπιχειρῶ νὰ ἐκτελέσω, τι Διον. Ἁλ. 3. 72. ΙΙΙ. κερδαίνω ἐμπορευόμενος, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιθ΄, 15.

French (Bailly abrégé)

examiner à fond, acc..
Étymologie: διά, πραγματεύομαι.

Spanish (DGE)

I tr.
1 examinar a fondo, ocuparse de τοῦτον τὸν λόγον Pl.Phd.77d, τὴν αἰτίαν Pl.Phd.95e, τὴν παροῦσαν ἀπόκρισιν Iambl.Myst.1.19.
2 negociar ἵνα γνοῖ τί διεπραγματεύσαντο Eu.Luc.19.15
abs. dirigir una empresa comercial en part. ὁ διαπραγματευόμενος POxy.1982.16 (V d.C.).
3 hacer, llevar a cabo μηδὲν ἡμῶν ἄλλο διαπραγματευομένων, ὅ τι μὴ τὸ κατὰ τὴν δίαιταν Gal.17(2).436, διαπραγματευόμεθά τι πρὸς τοὺς ἐφόρους τοῦ σώματος Iambl.Myst.5.16, en v. pas. τὸ πᾶν τῆς οἰκονομίας θεοπρεπῶς ... διεπραγματεύθη Phot.Bibl.194b25.
II intr.
1 ocuparse, trabajar c. giro prep. ἀπὸ τέχνης τινὸς ... περί τι μέρος τῶν ἐν τῷ βίῳ διαπραγματευομένης Iambl.Myst.3.1, περὶ τῶν κατηγοριῶν Simp.in Cat.8.22.2, εἰς τὴν αὐτὴν ὑπόθεσιν Phot.Bibl.99b10.
2 actuar, comportarse ἱερῶς διαπραγματευομένη llevando una vida santa Dion.Ar.EH 73.17, cf. 77.7, πρὸς τοὺς ... λέγοντας πῶς ἂν διαπραγματεύσοιο; ¿cómo tratarías con aquellos que dicen ...? Dexipp.in Cat.34.5.

English (Strong)

from διά and πραγματεύομαι; to thoroughly occupy oneself, i.e. (transitively and by implication) to earn in business: gain by trading.

English (Thayer)

1st aorist διεπραγματευσαμην; "thoroughly, earnestly (διά) to undertake a business," Dionysius Halicarnassus 3,72; contextually, to undertake a business for the sake of gain: Plato, Phaedo, p. 77d. 95e. to examine thoroughly.)

Greek Monolingual

διαπραγματεύομαι)
1. εξετάζω ή διερευνώ κάτι σε όλη του την έκταση, αναπτύσσω εγγράφως ή προφορικώς όλες τις απόψεις για κάποιο θέμα
2. διεξάγω συνεννοήσεις για αγοραπωλησία ή για τη ρύθμιση θέματος
αρχ.
1. επιχειρώ να κάνω κάτι
2. κερδίζω από εμπορικές ασχολίες.

Greek Monotonic

διαπραγμᾰτεύομαι: μέλ. -εύσομαι, αποθ.:
I. εξετάζω, διερευνώ εξονυχιστικά, σε Πλάτ.
II. κερδίζω μέσω εμπορικής συναλλαγής, σε Καινή Διαθήκη

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-πραγματεύομαι nauwkeurig onderzoeken; NT zaken doen.