ἱππόκρημνος: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἱππόκρημνος:''' -ον, υπερβολικά [[απόκρημνος]], [[απότομος]], τρομερά [[δύσβατος]]· ἱππόκρημνον [[ῥῆμα]], [[λέξη]] δυσνόητη, δυσερμήνευτη, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ἱππόκρημνος:''' -ον, υπερβολικά [[απόκρημνος]], [[απότομος]], τρομερά [[δύσβατος]]· ἱππόκρημνον [[ῥῆμα]], [[λέξη]] δυσνόητη, δυσερμήνευτη, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἱππόκρημνος:''' досл. страшно крутой, перен. выспренный, высокопарный ([[ῥῆμα]] Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A tremendously steep, ἱ. ῥῆμα a neck-breaking word, Ar.Ra. 929.
German (Pape)
[Seite 1260] roßsteil, ῥῆμα, ein hochtrabendes, halsbrechendes Wort, Ar. Ran. 929. Vgl. ἱπποβάμων.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππόκρημνος: -ον, καθ’ ὑπερβολὴν κρημνώδης, δύσβατος, ἐπὶ λέξεων τὰς ὁποίας πρέπει νὰ σπάσῃ τις τὸ κεφάλι του ὅπως τὰς ἐννοήσῃ, γρυπαέτους χαλκηλάτους καὶ ῥήμαθ’ ἱππόκρημνα, ἃ ξυμβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον Ἀριστοφ. Βάτρ. 929˙ ἴδε ἵππος VI.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
haut perché sur un cheval ; fig. emphatique.
Étymologie: ἵππος, κρημνός.
Greek Monolingual
ἱππόκρημνος, -ον (Α)
1. υπερβολικά απόκρημνος, πολύ δύσβατος
2. φρ. «ἱππόκρημνα ῥήματα» — δυσκολονόητα, βαρύγδουπα, υψηλόκρημνα λόγια (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + κρημνός. Το α' συνθετικό ἱππο- εδώ με επιτατική λειτουργία («υπερβολικά απόκρημνος»), πρβλ. ιππο-λάπαθον, ιππό-πορνος)].
Greek Monotonic
ἱππόκρημνος: -ον, υπερβολικά απόκρημνος, απότομος, τρομερά δύσβατος· ἱππόκρημνον ῥῆμα, λέξη δυσνόητη, δυσερμήνευτη, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἱππόκρημνος: досл. страшно крутой, перен. выспренный, высокопарный (ῥῆμα Arph.).