ἑκηβόλος: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(4) |
(2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἑκηβόλος:''' Δωρ. ἑκᾰ-[[βόλος]], -ον ([[ἑκάς]], [[βάλλω]]), αυτός που βάλλει, που χτυπά, που τοξεύει από [[μακριά]], επίθ. του Απόλλωνα, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἑκηβόλος:''' Δωρ. ἑκᾰ-[[βόλος]], -ον ([[ἑκάς]], [[βάλλω]]), αυτός που βάλλει, που χτυπά, που τοξεύει από [[μακριά]], επίθ. του Απόλλωνα, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑκηβόλος:''' дор. ἑκᾱβόλος 2 [[ἑκάς]] далеко мечущий, издали разящий, по друг. [[ἕκητι]] поражающий любую цель, метко разящий ([[Ἀπόλλων]] Hom., HH, Soph.; [[Ἄρτεμις]] Soph.; τόξα Aesch.; χέρες, σφενδόναι Eur.; βέλη Polyb.; [[ἄνδρες]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:44, 31 December 2018
English (LSJ)
Dor. ἑκᾱβόλος, ον, (ἑκών, βάλλω)
A attaining his aim, epith. of Apollo, Il. 1.14, al. ; also Ἑκηβόλος alone, ib. 96, h.Ap.45, Pi. Pae.9.38, al. ; of Artemis, S. Fr.401 ; ἑκηβόλοι Διὸς χέρες E. Ion 213 (lyr.) ; τόξα A. Pr.711, Eu.628 ; σφενδόναι E. Ph.1142 ; ἔθνος ὀϊστῶν Opp. H.4.205 ; in later Prose, ἑ. βέλη Plb.13.3.4 ; μάχαι D.H. 10.16 ; ἑ. ἄνδρες Plu. Luc.28 ; τὰ ἑ. Onos. 20.1 ; τοξεύματα, ὅπλα, Ael. Tact.2.8, Arr. Tact.3.3 ; τοξόται καὶ ἑκηβόλοι Agath.3.17 : Dor. Sup. ἑκαβολέστατος Archyt. ap. Iamb. Protr.4. Adv. -ιως, τοξεύειν Ath. 1.25d. (Understood by later writers as far-shooting (ἑκάς).)
German (Pape)
[Seite 759] weit schießend, fern treffend (d. h. aus weiter Entfernung, unsichtbar, vgl. Nitzsch zu Od. 3, 279), Apollo, Il. 1, 14 u. öfter; auch alleinstehend, der Ferntreffer, d. i. Apollo, Il. 1, 96 u. sp. D., wie Ap. Rh. 1, 420. So Artemis, Soph. frg. 357. – Διὸς χέρες Eur. Ion 214; ἄνδρες Plut. Lucull. 28; τόξα Aesch. Eum. 598; σφενδόναι Eur. Phoen. 1142; μάχαι Dion. Hal. 10, 16, der es auch von Waffen braucht, 8, 84, wie Pol. 13, 3, 4. Einen superl. ἑκαβολεστάτα bildet Archyt. bei Iambl. protr. 4; aber ἑκηβολώτατα πέμπειν Synes. ep. 132. – Adv., ἑκηβόλως τοξεύειν, aus der Ferne schießen, Ath. I, 25 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκηβόλος: Δωρ. ἑκᾱβόλος, ον, «παρὰ τὸ ἑκὰς βάλλειν» Εὐστ., ὁ μακρὰν ἢ μακρόθεν βάλλων, κτυπῶν, «ἑκηβόλος· τοξότης, μακροβόλος, εὔστοχος» Ἡσύχ., ὡς τὸ ἑκατηβόλος, ἑκάεργος, ἕκαστος ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, (πιθανῶς οὕτω καλουμένου ὡς ἀοράτου ὄντος ἐν τῷ οὐρανῷ, Nitzsch Ὀδ. Γ. 279)· ὡσαύτως Ἑκηβόλος μόνον, Ἰλ. Α. 96· ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος (πρβλ. Ἑκάτη), Σοφ. Ἀποσπ. 357· ἑκηβόλοι Διὸς χέρες Εὐρ. Ἴων 213· τόξα Αἰσχύλ. Πρ. 711, Εὐμ. 628· σφενδόναι Εὐρ. Φοίν. 1142· ἔθνος ὀϊστῶν Ὀππ. Ἁλ. 4. 205: ― ὡσαύτως, παρὰ μεταγ. πεζογράφοις ἑκ. ἄνδρες Πλουτ. Λούκουλ. 28. ― Ἐπίρρ. -λως Ἀθήν. 25D. Ὑπερθ. ἑκηβολέστατα, Ἀρχύτας παρ’ Ἰαμβλ. Προτρ. 4· ἀλλὰ τὸ ὁμαλόν ἑκηβολώτατα, Συνέσ. 269D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui lance au loin ou qui frappe de loin ; abs. ὁ Ἑκηβόλος le dieu qui lance ses flèches de loin (Apollon).
Étymologie: ἑκάς, βάλλω.
English (Autenrieth)
= ἑκατηβόλος, epithet of Apollo.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): eol., dór. ἑκᾱβ- Sapph.44.33, S.OT 162, Pi.Fr.140a.2.61; Ϝεκᾱβ- CEG 326 (Beocia VII a.C.), 370 (Laconia VI a.C.); jón. hεκηβ- CEG 403 (Naxos VII a.C.), 425 (Quíos VI a.C.)
• Morfología: [dór. sup. ἑκαβολέστατος Ps.Archyt.Pyth.Hell.p.43.29]
I 1que dispara desde lejos o que hiere desde lejos, certero
a) epít. de Apolo ἐν χερσὶν ἑκηβόλου Ἀπόλλωνος Il.1.14, cf. 438, Διὸς υἷι ἑκηβόλῳ Il.22.302, cf. Hes.Th.94, h.Merc.18, 417, h.Ap.177, h.Ven.151, h.Hom.25.2, inscr. en Hdt.5.60, Φοῖβος S.l.c., Παιάν Orph.A.1356
•subst. Il.1.96, 110, h.Ap.45, h.Merc.218, Sapph.l.c., Pi.l.c., A.R.1.88, Euph.Epigr.1, Ϝεκᾱβόλοι ἀργυροτόξσοι CEG 326 (Beocia VII a.C.);
b) de otros dioses: Ártemis hεκηβόλοι ἰοχεαίρῃ CEG 403 (Naxos VII a.C.), cf. S.Fr.401, Luc.Lex.12, Nonn.D.15.187, de Dioniso, Nonn.D.30.307, de Eros, Nonn.D.16.8, de Himeneo, Nonn.D.29.46, de Eos, Nonn.D.34.124
•de las manos de Zeus ἐκ Διὸς ἑκηβόλοισι χερσίν E.Io 214;
c) de pers. hábil arquero ἑκηβόλοι ἄνδρες Plu.Luc.28, cf. Q.S.9.460, ἑκηβόλον ἔθνος οἰστῶν pueblo de hábiles arqueros Opp.H.4.205.
2 arrojadizo, que alcanza lejos, de largo alcance o disparo certero
a) de armas τόξα A.Pr.711, Eu.628, E.Or.273, Ph.1108, HF 472, cf. Ael.Tact.2.8, σφενδόναι E.Ph.1142, ἔγχος A.R.1.769, ὅπλον Luc.Tim.1, cf. Arr.Tact.3.3, Artem.2.31, βέλος Nonn.D.29.164, τὰς λόγχας καὶ τὰ σαυνία καὶ ὅσα εἶχον ἑκηβόλα D.H.8.84, ἑ. μάχη batalla en la que se usan armas arrojadizas D.H.10.16, ἡ ἑ. τέχνη el arte del hondero Lyc.637
•neutr. plu. como adv. sup. ἑκηβολώτατα disparando lo más lejos posible ὡς ἂν ... ἑκηβολώτατα πέμποιμεν ἀξιόλογα λίθων βάρη Synes.Ep.133;
b) otros cont. que llega lejos, de largo alcance ὄψις ... ἑκαβολεστάτα ... τᾶν ἀλλᾶν αἰσθασίων Ps.Archyt.l.c., αἴγλη Nonn.D.11.376, ὁλκὸς ἐέρσης Nonn.D.28.137, ἰκμάς Nonn.D.33.93, ἑκηβόλα σύμβολα νίκης e.d. los dados Nonn.Par.Eu.Io.19.24, cf. D.37.229, δίκτυα Nonn.Par.Eu.Io.21.6.
II subst.
1 ὁ ἐ. tirador τοὺς τοξότας καὶ σφενδονήτας καὶ πᾶν τὸ τῶν ἑκηβόλων πλῆθος I.BI 3.151, τοξόται καὶ ἑκηβόλοι Agath.3.17.7.
2 τὸ ἑ. proyectil de largo alcance Plb.13.3.4, Onas.20.1
•honda χερμάσιν ... καὶ τοῖς ἑκηβόλοις ... ἐχρῶντο I.BI 2.423, cf. AI 4.91.
III adv. -ως disparando de lejos τοξεύοντες Ath.25d.
• Etimología: Forma c. alarg. métr. sobre ἑκα-βόλος, cf. ἑκών y βάλλω.
Greek Monolingual
ἑκηβόλος, -ον και δωρ. τ. ἑκαβόλος, -ον (Α)
1. αυτός που βάλλει από μακριά ή με ευστοχία
2. (για βλήμα) αυτό που ρίχνεται μακριά
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἑκηβόλος
ο επιδέξιος τοξότης
4. φρ. «ἑκηβόλος μάχη» — μάχη που διεξάγεται από μακριά.
Greek Monotonic
ἑκηβόλος: Δωρ. ἑκᾰ-βόλος, -ον (ἑκάς, βάλλω), αυτός που βάλλει, που χτυπά, που τοξεύει από μακριά, επίθ. του Απόλλωνα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἑκηβόλος: дор. ἑκᾱβόλος 2 ἑκάς далеко мечущий, издали разящий, по друг. ἕκητι поражающий любую цель, метко разящий (Ἀπόλλων Hom., HH, Soph.; Ἄρτεμις Soph.; τόξα Aesch.; χέρες, σφενδόναι Eur.; βέλη Polyb.; ἄνδρες Plut.).