κεδρία: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht

Menander, Monostichoi, 179
(2b)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κεδρία:''' ион. [[κεδρίη]] ἡ кедровая смола Her., Diod.
|elrutext='''κεδρία:''' ион. [[κεδρίη]] ἡ кедровая смола Her., Diod.
}}
{{elnl
|elnltext=κεδρία -ας, ἡ, Ion. κεδρίη [κέδρος] cederhars.
}}
}}

Revision as of 13:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεδρία Medium diacritics: κεδρία Low diacritics: κεδρία Capitals: ΚΕΔΡΙΑ
Transliteration A: kedría Transliteration B: kedria Transliteration C: kedria Beta Code: kedri/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A oil of κεδρελάτη, Hdt.2.87, D.S.1.91, Dsc. 1.77, Erot.s.v. κεδρίνῳ; cf. κεδρέα.

German (Pape)

[Seite 1411] ἡ, Cederharz; Her. 2, 87; D. Sic. 1, 91.

Greek (Liddell-Scott)

κεδρία: Ἰων. -ίη, ἡ, ῥητίνη ἐκ κέδρου ἢ ἔλαιον, Ἡρόδ. 2. 87, Διοσκ. 1. 105, Διόδ. 1. 91· λέγεται παρ’ Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἀπὸ κέδρου ἄλειφαρ γινόμενον.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
résine de cèdre.
Étymologie: κέδρος.

Spanish

aceite de cedro

Greek Monolingual

η (ΑΜ κεδρέα, Α και κεδρία και ιων. τ. κεδρίη)
νεοελλ.
παχύρρευστο υγρό με σκούρο χρώμα που λαμβάνεται κατά την ξηρά απόσταξη ρητινούχων ξύλων, αλλ. υγρόπισσα, ρευστή πίσσα, κατράμι
αρχ.
έλαιο της κεδρελάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + κατάλ. -ία. Ο παράλληλος τ. κεδρέα < κέδρος + κατάλ. -έα (πρβλ. μηλ-έα, συκ-έα)].

Greek Monotonic

κεδρία: Ιων. -ίη, , ρητίνη από κέδρο ή λάδι, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

κεδρία: ион. κεδρίη ἡ кедровая смола Her., Diod.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεδρία -ας, ἡ, Ion. κεδρίη [κέδρος] cederhars.