ἀντήλιος: Difference between revisions
Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀντήλιος:''' (όχι <i>ἀνθ-[[ήλιος]]</i>), <i>-ον</i>,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται αντίθετα προς τον ήλιο, δηλ. κοιτώντας ανατολικά, σε Σοφ.· <i>δαίμονες ἀντήλιοι</i>, αγάλματα θεών που στέκονταν στον ήλιο, [[μπροστά]] στην πόρτα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> όμοιος προς τον ήλιο, σχημ. όπως το [[ἀντίθεος]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ἀντήλιος:''' (όχι <i>ἀνθ-[[ήλιος]]</i>), <i>-ον</i>,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται αντίθετα προς τον ήλιο, δηλ. κοιτώντας ανατολικά, σε Σοφ.· <i>δαίμονες ἀντήλιοι</i>, αγάλματα θεών που στέκονταν στον ήλιο, [[μπροστά]] στην πόρτα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> όμοιος προς τον ήλιο, σχημ. όπως το [[ἀντίθεος]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντήλιος:''' Trag. = [[ἀνθήλιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (ἀντί, ἥλιος)
A opposite the sun, i.e. looking east, S.Aj. 805, E.Ion1550; δαίμονες ἀντήλιοι statues of gods which stood in the sun before the house-door, A.Ag.519, cf. E.Fr.538. 2 of the moon, reflecting the sun's rays, AB403 (ἀνθ-), cf. Suid.: hence metaph., imitation, reflection, Theopomp.Hist.367 (ἀνθ-). II ἀντήλια, τά, = παρήλια, parhelia, Suid., cf. Men.511. 2 screens or parasols, Eust.1281.3; also, blinkers on horses' bridles, Poll.10.54 (ἀνθ-), Eust.1562.39.—The Ion. form ἀντήλιος is always used in Trag.; ἀνθήλιος first in Theopomp. l.c., cf. Ph.1.656, Placit.3.6.
German (Pape)
[Seite 248] (ἥλιος), eigtl. ion., aber von Phryn. für besser attisch erkl. als ἀνθήλιος, welches erst bei Sp. gebräuchlich ist, 1) der Sonne gegenüber liegend, gegen Morgen, ἀγκῶνες Soph. Ai. 792; – der Sonne ausgesetzt, δαίμονες Aesch. Ag. 505, Götterbilder, die vor der Hausthür im Freien standen; bei Tertullian: ostiorum praesides. – 2) der Sonne gleich, πρόσωπον Eur. Ion. 1550. – 3) ἀντήλια = παρήλια, Nebensonnen, B. A. 411; Plut. plac. phil. 3, 6 ἀνθήλιοι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντήλιος: -ον, (ἀντί, ἥλιος) πρὸς ἥλιον βλέπων, δηλ. ἐστραμμένος πρὸς ἀνατολάς, ἀνατολικός, οἱ δ’ ἑσπέρους ἀγκῶνας, οἱ δ’ ἀντηλίους ζητεῖτ’ Σοφ. Αἴ. 805· πρβλ. πρόσειλος: σεμνοί τε θᾶκοι, δαίμονές τ’ ἀντήλιοι, ἀγάλματα θεῶν πρὸ τῶν πυλῶν ἱδρυμένα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 519 Ἀποσπ. 542· πρβλ. Ἡσύχ. ΙΙ. ὅμοιος τῷ ἡλίῳ, ἐσχηματίσθη δὲ ὡς τὸ ἀντίθετος, ὁ αὐτ. Ἴων 1550. - «ἀντήλιος· ὁ ἴσος καὶ ὅμοιος ἡλίῳ φαινόμενος» Ἡσύχ. ΙΙΙ. ἀντήλια = παρήλια, parhelia, Σουΐδ., πρβλ. Μένανδ. ἐν «Χαλκείοι»1· «ἀντήλιος, ἡ ἀντανακλωμένη ὑπὸ τοῦ ἡλίου αὐγὴ» Α. Β. 411, κοινῶς «ἀντηλιά»: - προσέτι ἀνθήλιοι Πλούτ. 2. 894F. 2) σκιάδια πρὸς φύλαξιν ἀπὸ τοῦ ἡλίου, ἀντήλια τὰ προβεβλημένα... προσώπων τοῖς ἡλιαζομένοις Εὐστ. 1281. 3· ἀνθήλια ἢ ἀντήλια, τὰ ἑκατέρωθεν τῶν ὀφθαλμῶν τῶν ἵππων τιθέμενα δερμάτινα σκιάδια ὅπως μὴ βλέπωσι πρὸς τὰ πλάγια, τὰ ἄλλως λεγόμενα παρώπια, Πολυδ. Ι΄, 54, «ἀντήλια τὰ καὶ παρώπια τὰ περὶ τὰς ὄψεις τῶν ἵππων [τιθέμενα δέρματα]» Εὐστ. 1562. 40. - Ὁ Ἰων. τύπος ἀντήλιος εἶναι ἀείποτε ἐν χρήσει παρὰ Τραγ.: τὸ ἀνθήλιος πρῶτον παρὰ Θεοπόμπ. τῷ Κωμ. ἐν Ἀδηλ. 23, Φίλωνι 1. 658, Πλουτ., κλ. (ἴδε ἐν λ. ἥλιος).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui regarde le levant;
2 exposé au soleil;
3 produit par la réflexion du soleil : οἱ ἀνθήλιοι (réc. p. ἀντήλιος) PLUT anthélie, phénomène de réflexion lumineuse qui double l’image du soleil.
Étymologie: ἀντί, ἥλιος.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀνθ- Theopomp.Hist.400, Ph.1.656, Plu.2.894f, AB 403, Poll.10.54, Zonar.111.31c, Sud.
I 1puesto al sol, soleado de estatuas de dioses δαίμονες A.A.519, θεοί E.Fr.538
•que refleja los rayos del sol ὄρος Plu.2.248c, νεφέλη ἡ πυρρὰ ἡ φοινικίζουσα Zonar.l.c., ἡ σελήνη AB l.c.
2 vuelto hacia el este, oriental ἀγκῶνες S.Ai.805, de Atenea ante el templo de Delfos πρόσωπον E.Io 1550.
3 que es reflejo del sol αὐγή Ph.l.c.
II subst.
1 ὁ ἀ. parhelio Men.Fr.444, Plu.2.894f, tb. τὰ ἀ. Sud.
2 ὁ ἀ. fig. imitación, reflexión Theopomp.Hist.l.c.
3 τὰ ἀ. anteojeras de los caballos, Poll.l.c., Eust.1562.39.
4 τὰ ἀ. parasol Eust.1281.3.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἀντήλιος, -ον)
αυτός που βρίσκεται απέναντι στον ήλιο, ο ανατολικός.
Greek Monotonic
ἀντήλιος: (όχι ἀνθ-ήλιος), -ον,
I. αυτός που βρίσκεται αντίθετα προς τον ήλιο, δηλ. κοιτώντας ανατολικά, σε Σοφ.· δαίμονες ἀντήλιοι, αγάλματα θεών που στέκονταν στον ήλιο, μπροστά στην πόρτα, σε Αισχύλ.
II. όμοιος προς τον ήλιο, σχημ. όπως το ἀντίθεος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντήλιος: Trag. = ἀνθήλιος.