βασίλεια: Difference between revisions
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
(3) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βᾰσίλειᾰ:''' ἡ (βασῐλεύς), [[βασίλισσα]], πριγκήπισσα, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ. | |lsmtext='''βᾰσίλειᾰ:''' ἡ (βασῐλεύς), [[βασίλισσα]], πριγκήπισσα, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βᾰσίλεια:''' <b class="num">I</b> ион. βᾰσῐληΐη ἡ царица или царевна Hom., Pind., Aesch., Soph., Her., Arph., Plut.<br /><b class="num">II</b> τά pl. к [[βασίλειον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:32, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], ἡ, basile/a Pi.N.1.39: fem. of βασιλεύς:—
A queen, princess, Od.4.770, A.Ag.84 (lyr.), Hdt.1.11, etc.; of goddesses, Κύπρις β. Emp.128.3, cf. Hymn.Is.I, etc.; β. θεά Ar.Pax974; β. γύναι A.Pers.623 (lyr.), E.El.988 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 436] ἡ, Königin, Fürstin, überall, von Hom. an; meist = Gattinn des Königs, z. B. Odyss. 7, 241 Arete, des Alkinoos Gattinn; Odyss. 6, 115 Nausikaa, des Alkinoos Toch, er; βασίλεια γυναικῶν Odyss. 11, 258; β. γυνή Aesch. Pers. 615; Soph. Ai. 1281; θεά Pind. Ol. 14, 3; Ar. Pax 938.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰσίλειᾰ: ἡ, βασιλέα Πίνδ.Ν.1.59· (βασιλεύς) - βασίλισσα, ἡγεμονίς,γυνὴ βασιλικῆς καταγωγῆς,Ὀδ. Δ.770, Αἰσχύλ. Ἀγ. 84,κτλ.· ὡσαύτως ἐπὶ θεαινῶν, βασίλεια θεά, ἀμφότερα ὁμοῦ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 794· β. γύναι Αἰσχύλ. Πέρσ. 623, Εὐρ. Ἠλ. 988.Πρβλ. βασίλη,βασιλίς,βασίλισσα.
French (Bailly abrégé)
1ας (ἡ) :
reine, princesse.
Étymologie: βασιλεύς.
2plur. de βασίλειος ou de βασίλειον.
English (Autenrieth)
queen; the queen's daughter, the princess, is termed βασίλεια in Od. 6.115 ; βασίλεια γυναικῶν, ‘queen among women’ (cf. δῖα γυναικῶν), Od. 11.258.
English (Slater)
βᾰςῐλεια, -ίλεα
1 queen ἀλλὰ θεῶν βασίλεα σπερχθεῖσα θυμῷ πέμπε δράκοντας ἄφαρ (Heyne: βασίλεια codd: βασιλέα Boeckh. i. e. Hera) (N. 1.39) ὦ λιπαρᾶς ἀοίδιμοι βασίλειαι Χάριτες Ἐρχομενοῦ (O. 14.3) ἰὴ ἰὲ βασίλειαν Ὀλυμπίων νύμφαν ἀριστόποσιν Πα. 21. 3, 11, 19, 27.
Greek Monolingual
η
βλ. βασιλιάς.
Greek Monotonic
βᾰσίλειᾰ: ἡ (βασῐλεύς), βασίλισσα, πριγκήπισσα, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
βᾰσίλεια: I ион. βᾰσῐληΐη ἡ царица или царевна Hom., Pind., Aesch., Soph., Her., Arph., Plut.
II τά pl. к βασίλειον.