ὀνεύω: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀνεύω:''' [[ανελκύω]] με τη [[βοήθεια]] μοχλού ([[ὄνος]], II. 1), παρατ. [[ὤνευον]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ὀνεύω:''' [[ανελκύω]] με τη [[βοήθεια]] μοχλού ([[ὄνος]], II. 1), παρατ. [[ὤνευον]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀνεύω:''' [[ὄνος]] 4] тащить с помощью ворота Thuc.
}}
}}

Revision as of 14:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνεύω Medium diacritics: ὀνεύω Low diacritics: ονεύω Capitals: ΟΝΕΥΩ
Transliteration A: oneúō Transliteration B: oneuō Transliteration C: oneyo Beta Code: o)neu/w

English (LSJ)

   A draw up with a windlass (ὄνος VII. 1), impf. ὤνευον Th.7.25 : generally, haul up, τὸν πέπλον . . ἕλκουσ' ὀνεύοντες Stratt.30 :—Med., -εσθαι· τείνειν, Erot., Gal.19.126 (v.l. in Hp.Fract.15).

German (Pape)

[Seite 346] mit der Winde ziehen, Thuc. 7, 25; vgl. B. A. 57, 21 u. Mein. conj. in Strattis bei Harpocr. 176, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνεύω: ἀνέλκω διὰ μοχλοῦ (ὄνος VII. 1), παρατατ. ὤνευον Θουκ. 7. 25· καθόλου, ἀναβιβάζω, τὸν πέπλον ... ἕλκουσ’ ὀνεύοντες Στράττις ἐν «Μακεδόσι» 1, ἔνθα ἴδε Meineke.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. ὤνευον;
tirer ou soulever à l’aide d’un cabestan.
Étymologie: ὄνος.

Greek Monolingual

ὀνεύω (Α) όνος
1. έλκω κάτι με μοχλό («ἔκ τε τῶν ἀκάτων ὤνευον ἀναδούμενος τοὺς σταυροὺς καὶ ἀνέλκων», Θουκ.)
2. ανεβάζω, σύρω προς τα επάνω («τὸν πέπλον... ἕλκουσ' ὀνεύοντες», Στράττ.)
3. μέσ. (κατά τον Ερωτιαν.) «ὀνεύεσθαι. τείνειν».

Greek Monotonic

ὀνεύω: ανελκύω με τη βοήθεια μοχλού (ὄνος, II. 1), παρατ. ὤνευον, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὀνεύω: ὄνος 4] тащить с помощью ворота Thuc.