ἰόεις: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(5) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἰόεις:''' -εσσα[ῐ], -εν ([[ἴον]]), αυτός που έχει βιολετί [[χρώμα]], [[μελανός]], [[σκουρόχρωμος]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἰόεις:''' -εσσα[ῐ], -εν ([[ἴον]]), αυτός που έχει βιολετί [[χρώμα]], [[μελανός]], [[σκουρόχρωμος]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰόεις:''' ἰόεσσα, ἰόεν [[ἴον]] темно-синий, темный ([[σίδηρος]] Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:48, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], εσα, εν, (ἴον)
A violet-coloured, dark, ἰόεντα σίδηρον Il.23.850, cf. Phoronis Fr.2, Q.S.6.48; ἰόεντα θάλασσαν Nic.Al.171. II ἰόεις, (ἰός B) poisonous, ἄκανθαι Androm. ap. Gal.14.38 [who makes ῐ short; cf. foreg.11].
German (Pape)
[Seite 1256] εσσα, εν, so heißt Il. 23, 850 das Eisen, τοξευτῇσι τίθει ἰόεντα σίδηρον, was auf die Farbe bezogen wird, = ἰοειδής, wie Nic. Al. 171 ἰόεντα θάλασσαν sagt, od. "rostig", od. "zu Pfeilen (ἰός) "tauglich" erklärt wird (εἰς ἰοὺς εὐθετοῦντα, εἰς βελῶν ἐργασίαν ἐπιτήδειον), wogegen die Kürze des ι spricht, wenn nicht per synizesin ἰόεντα dreisylbig wird, wie φοινικόεσσα, λωτεῦντα.
Greek (Liddell-Scott)
ἰόεις: εσσα, εν, (ἴον) ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ ἴου, μέλας, ἰόεντα σίδηρον Ἰλ. Ψ. 850· ἰόεντα θάλασσαν Νικ. Ἀλ. 171.
French (Bailly abrégé)
1ἰόεσσα, ἰόεν;
c. ἰοειδής¹.
Étymologie: ἴον.
English (Autenrieth)
εσσα (ϝίον) = ἰοειδής, of iron, Il. 23.850†.
Greek Monolingual
(I)
ἰόεις, -εσσα, -εν (Α) ίον
αυτός που έχει το χρώμα του ίου, ιώδης, σκοτεινόχρωμος, μαύρος («ἰόεντα σίδηρον», Ομ. Ιλ.).———————— (II)
ἰόεις, -εσσα, -εν (Α) [ιός (III)]
ιοειδής (II), αυτός που περιέχει ιό, δηλητήριο, ο δηλητηριώδης, ο φαρμακερός, («ἰόεσσαι ἄκανθαι», Γαλ.).
Greek Monotonic
ἰόεις: -εσσα[ῐ], -εν (ἴον), αυτός που έχει βιολετί χρώμα, μελανός, σκουρόχρωμος, σε Ομήρ. Ιλ.