ἀγραυλέω: Difference between revisions
τὸ γὰρ βραχύ τι τοῦτο πᾶσαν ὑμῶν ἔχει τὴν βεβαίωσιν καὶ πεῖραν τῆς γνώμης → this trifle contains the whole seal and trial of your resolution
(2) |
(1) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀγραυλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἄγραυλος]]), [[διαμένω]] στα χωράφια, [[παραμένω]] στους αγρούς, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ἀγραυλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἄγραυλος]]), [[διαμένω]] στα χωράφια, [[παραμένω]] στους αγρούς, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀγραυλέω:''' жить в поле, жить под открытым небом Arst., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:16, 31 December 2018
English (LSJ)
A live in the open, out of doors, Arist.Mir.831a29, Parth. 29.1, Plu.Num.4, Str.4.4.3; of shepherds, Ev.Luc.2.8.
German (Pape)
[Seite 22] auf dem Felde unter freiem Himmel sich aufhalten, wohnen, Arist. mirab. ausc. 11; Plut. Num. 4 entgegengesetzt αἱ ἐν ἄστει διατριβαί, vgl. Strab. VI, 197.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγραυλέω: εἶμαι ἄγραυλος, ζῶ, διάγω ἐν τοῖς ἀγροῖς, ἐκτὸς τῆς οἰκίας, Ἀριστ. Θαυμ. 11, Πλουτ. Νουμ. 4. Στράβ. 197· ἐπὶ ποιμένων Εὐαγ. Λουκ. β΄, 8.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
séjourner, passer la nuit dans les champs ; p. ext. se trouver ou vivre en plein air, vivre dans les champs.
Étymologie: ἄγραυλος.
Spanish (DGE)
vivir al aire libre, en el campo frec. de pastores, Arist.Mir.831a29, Parth.29.1, Plu.Num.4, Str.4.4.3, Eu.Luc.2.8, T.Abr.A.10, οἱ ἀγραυλοῦντες μηλονόμοι PMasp.2.3.4, 13 (VI d.C.).
English (Abbott-Smith)
English (Strong)
from ἀγρός and αὐλέω (in the sense of αὐλή); to camp out: abide in the field.
English (Thayer)
(ῶ; "to be an ἄγραυλος (ἀγρός, αὐλή), i. e. to live in the fields, be under the open sky, even by night: Strabo, p. 301a.; Plutarch, Numbers 4).
Greek Monotonic
ἀγραυλέω: μέλ. -ήσω (ἄγραυλος), διαμένω στα χωράφια, παραμένω στους αγρούς, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἀγραυλέω: жить в поле, жить под открытым небом Arst., Plut.