ἀνεπιεικής: Difference between revisions

From LSJ

ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you

Source
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεπιεικής:''' -ές, [[άδικος]], [[σκληρός]], [[ανελέητος]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀνεπιεικής:''' -ές, [[άδικος]], [[σκληρός]], [[ανελέητος]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεπιεικής:''' недоброжелательный или суровый Thuc.
}}
}}

Revision as of 16:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπιεικής Medium diacritics: ἀνεπιεικής Low diacritics: ανεπιεικής Capitals: ΑΝΕΠΙΕΙΚΗΣ
Transliteration A: anepieikḗs Transliteration B: anepieikēs Transliteration C: anepieikis Beta Code: a)nepieikh/s

English (LSJ)

ές,

   A unreasonable, unfair, Th.3.66, Ar.Fr.50D., Phld.Ir.p.57W., Alex.Aphr.in Top.208.9: neut. as Adv., without consideration,PGiss.39.3 (ca. 200 B.C.): regul. Adv. -κῶς Arr.An.7.29.1, Poll.8.13.

German (Pape)

[Seite 224] ές, unbillig, hart, ἀνεπιεικέστερόν τι πρᾶξαι Thuc. 3, 66.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπιεικής: -ές, ὁ μὴ ἐπιεικής, σκληρός, Θουκ. 3. 66. - Ἐπίρρ. -κῶς Πολυδ. Η΄, 13.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
sans indulgence, dur.
Étymologie: ἀ, ἐπιεικής.

Spanish (DGE)

-ές
1 desconsiderado, severo τι ἀνεπιεικέστερον πρᾶξαι actuar con bastante desconsideración Th.3.66, γνῶμαι LXX Pr.12.26, ἐκείνοις ἀνεπιεικές τι ἐγκαλέσαι D.C.41.32.5, ὁ ἀνεπιεικὴς ἂν ἄδικος εἴη Alex.Aphr.in Top.208.9, cf. Ar.Fr.74.4A
neutr. como adv. sin consideración ἀποστήσω αὐτὸν ἀπανάγκον καὶ ἀνεπιεικές UPZ 31.10 (II a.C.), ἀ. ἐκστήσω αὐτόν PGiss.39.3 (II a.C.), cf. 108.5.
2 adv. -ῶς sin consideración εἰ ... ἀ. ἐνθυμηθείη Arr.An.7.29.1, cf. Poll.8.13.

Greek Monolingual

ἀνεπιεικής, -ές)
μη επιεικής, αυστηρός, αλύγιστος, σκληρός.

Greek Monotonic

ἀνεπιεικής: -ές, άδικος, σκληρός, ανελέητος, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεπιεικής: недоброжелательный или суровый Thuc.