ἀνόρνυμι: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνόρνῡμι:''' μέλ. <i>-όρσω</i>, [[ερεθίζω]], [[διεγείρω]], [[εξεγείρω]], σε Πίνδ. — Παθ., Επικ. αόρ. βʹ <i>ἀνῶρτο</i>, [[ξεκινώ]], [[αρχίζω]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἀνόρνῡμι:''' μέλ. <i>-όρσω</i>, [[ερεθίζω]], [[διεγείρω]], [[εξεγείρω]], σε Πίνδ. — Παθ., Επικ. αόρ. βʹ <i>ἀνῶρτο</i>, [[ξεκινώ]], [[αρχίζω]], σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνόρνῡμι:''' (только in tmesi) поднимать (αὐλον Pind.); med.-pass. подниматься Hom.
}}
}}