ἀποφορτίζομαι: Difference between revisions
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
(6) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἀποφορτίζομαι]])<br />[[θέτω]] το [[βάρος]], ξεφορτώνομαι<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἀποφέρω]] τὸ θνητὸν [[βάρος]]» — [[πεθαίνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />απαλλάσσομαι από [[κάτι]] ενοχλητικό. | |mltxt=(AM [[ἀποφορτίζομαι]])<br />[[θέτω]] το [[βάρος]], ξεφορτώνομαι<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἀποφέρω]] τὸ θνητὸν [[βάρος]]» — [[πεθαίνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />απαλλάσσομαι από [[κάτι]] ενοχλητικό. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποφορτίζομαι:''' выгружать (τὸν γόμον NT). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:12, 31 December 2018
English (LSJ)
Med.,
A discharge one's cargo, τὸν γόμον Act.Ap.21.3; jettison, abs., Ph.2.413; τῇ θαλάσσῃ τὰ περιττὰ τῶν φορτίων Timae. 61; unload one's stomach, Artem.2.26:—Pass., of περιττώματα, Sor. 1.40: generally, jettison, get rid of, τι Ph.2.434, etc.
German (Pape)
[Seite 335] abladen, aor. med. ναῦν Ath. II, 37 c; bei Dion. Hal. 3, 44 steht jetzt ἀντιφ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποφορτίζομαι: μέσ., ἐκβάλλω τὸ φορτίον μου, «ξεφορτώνομαι», ἐκεῖσε γὰρ ἦν τὸ πλοῖον ἀποφορτιζόμενον τὸν γόμον Πράξ. Ἀποστ. κα΄, 3· τῇ θαλάσσῃ τὰ φορτία Ἀθήν. 37C: κενώνω τὸν στόμαχον, Ἀρτεμίδ. 2. 26: καθόλου, ἀπαλλάττομαί τινος, «ξεφορτώνομαι», τι Φίλων 2. 434, κτλ., τὴν ὀργὴν Κύριλλ. (ὅστις μεταχειρίζεται τὸ ἐνεργ., ἐλαφρύνω πλοῖον ἀπὸ τοῦ φορτίου του): - Ἐντεῦθεν, ἀποφορτισμός, ὁ, ἐπὶ ἐμέτου, Matthaei Med. 188.
Spanish (DGE)
• Morfología: [tard. act.]
1 de naves descargar τὸν γόμον Act.Ap.21.4
•esp. de naves en peligro aligerar τὴν ναῦν διὰ τὸν χειμῶνα Ath.37c, cf. en v. act. Cyr.Al.M.71.608D
•abs. tirar la carga Ph.2.413, Poll.1.99
•gener. ἀπὸ τῶν ὤμων τὰς φάττας ἀπεφορτίζετο καὶ τοὺς κοψίχους Longus 3.8.1.
2 del intestino evacuar τὰ περιττώμενα Sor.28.13, abs. Artem.2.26.
3 fig. desechar, librarse de dicho alegóricamente de la tierra τὸ τῶν ἀσεβῶν οἰκητόρων ἄχθος Ph.2.434, cf. 273, τὰς ἁμαρτίας Cyr.Al.M.72.268D, cf. Synes.Ep.5(21)
•tard. en v. act. descargar, librar τὸν ἐκείνων πλοῦτον Ath.Al.M.28.1045C, τούτων (sc. τῶν ὑπαρχόντων) ... αὐτόν Nil.M.79.1036D
•esp. de pers. desembarazarse, librarse de τὸν Κλειτοφῶντα Ach.Tat.4.7.6, τὸν μὲν ἄχρηστον ὄχλον I.BI 1.172, cf. 1.266.
English (Strong)
from ἀπό and the middle voice of φορτίζω; to unload: unlade.
English (Thayer)
(φορτίζω to load; φόρτος a load), to disburden oneself; τί, to lay down a load, unlade, discharge: τόν γόμον, of a ship, Winer s Grammar, 349f (328f). (Elsewhere also used of sailors lightening ship during a storm in order to avoid shipwreck: Philo de praem. et poen. § 5 κυβερνήτης, χειμωνων ἀπιγινομενων, ἀποφορτίζεται; Athen. 2,5, p. 37c. and following, where it occurs twice.)
Greek Monolingual
(AM ἀποφορτίζομαι)
θέτω το βάρος, ξεφορτώνομαι
μσν.
φρ. «ἀποφέρω τὸ θνητὸν βάρος» — πεθαίνω
αρχ.
απαλλάσσομαι από κάτι ενοχλητικό.
Russian (Dvoretsky)
ἀποφορτίζομαι: выгружать (τὸν γόμον NT).