δεράγχη: Difference between revisions
Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δεράγχη:''' ἡ ([[δέρη]]), [[περιλαίμιο]], [[βρόχος]], [[θηλιά]], σε Ανθ.· δερ-αγχής, <i>-ές</i> ([[ἄγχω]]), [[πνιγηρός]], [[στενός]], [[σφικτός]], στην ίδ. | |lsmtext='''δεράγχη:''' ἡ ([[δέρη]]), [[περιλαίμιο]], [[βρόχος]], [[θηλιά]], σε Ανθ.· δερ-αγχής, <i>-ές</i> ([[ἄγχω]]), [[πνιγηρός]], [[στενός]], [[σφικτός]], στην ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δεράγχη:''' ἡ шейная петля, силок Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, (δέρη)
A collar, AP6.109.3 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 548] ἡ, Halsschlinge, Ant. Sid. 17 (VI, 109).
Greek (Liddell-Scott)
δεράγχη: ἡ, (δέρη) περιδέραιον, περιτραχήλιον, Ἀνθ. Π. 6. 109· - δεραγχής, ές, πνιγηρός, στενός, αὐτόθι 107.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
collier.
Étymologie: δέρη, ἄγχω.
Syn. δέραιον, ἕρμα, ἴσθμιον, μαλάκιον, μάννος, μηνίσκος, ὅρμος, περιδέραιον, περιτραχήλιον, πλόκιον, στρεπτά, σφιγγίον.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
lazo para el cuello, dogal utilizado en la caza AP 6.109 (Antip.Sid.).
Greek Monolingual
δεράγχη, η (Α)
βρόχος, θηλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέρη + -άγχη < άγχω «σφίγγω, πιέζω, πνίγω» (πρβλ. κυνάγχη, λυκάγχη, συνάγχη)].
Greek Monotonic
δεράγχη: ἡ (δέρη), περιλαίμιο, βρόχος, θηλιά, σε Ανθ.· δερ-αγχής, -ές (ἄγχω), πνιγηρός, στενός, σφικτός, στην ίδ.
Russian (Dvoretsky)
δεράγχη: ἡ шейная петля, силок Anth.