ἐνιπή: Difference between revisions

From LSJ

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνῑπή:''' ἡ ([[ἐνίπτω]]), [[επίπληξη]], [[κατσάδα]], [[επίκριση]], [[μομφή]], [[αποδοκιμασία]]· επίσης, ύβρις, [[κακολογία]], [[λοιδορία]], [[προσβολή]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἐνῑπή:''' ἡ ([[ἐνίπτω]]), [[επίπληξη]], [[κατσάδα]], [[επίκριση]], [[μομφή]], [[αποδοκιμασία]]· επίσης, ύβρις, [[κακολογία]], [[λοιδορία]], [[προσβολή]], σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνῑπή:''' дор. [[ἐνιπά]] ἡ порицание, упрек Hom., Pind.
}}
}}

Revision as of 20:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνῑπή Medium diacritics: ἐνιπή Low diacritics: ενιπή Capitals: ΕΝΙΠΗ
Transliteration A: enipḗ Transliteration B: enipē Transliteration C: enipi Beta Code: e)niph/

English (LSJ)

ἡ, (ἐνίπτω,

   A v. ἐνέπω fin.) poet. Noun, rebuke, reproof, Il.4.402, etc.; κρατερὴν δ' ἀποθέσθαι ἐνιπήν 5.492; ἐνιπῇ ἀργαλέῃ 14.104; ἔδδεισεν γὰρ ἐμὴν ἔκπαγλον ἐ. Od.10.448; abuse, contumely, ἐπίσχετε θυμὸν ἐνιπῆς 20.266: pl., angry threats, φεύγων . . Ποσειδάωνος ἐνιπάς 5.446, cf. h.Merc.165; ψευδέων ἐνιπά reproach of lying, Pi.O.10(11).6.    2 later, of any violent attack, as of the sun's rays or thirst, Opp.C.1.133,299.

German (Pape)

[Seite 845] ἡ (vgl. ἐνίπτω), tadelnde Anrede, Tadel, Verweis; βασιλῆος Il. 4, 402; durch adj., wie ἀργαλέη, ἔκπαγλος, κρατερή geschärft, 5, 492. 14, 404 Od. 10, 448; auch allein = Drohung, 5, 446; Schmähung, Scheltwort, 20, 266; ψευδέων ἐνιπά, Vorwurf der Lüge, Pind. Ol. 11, 6. Allgemeiner bei sp. D., ἀρίζηλοι γὰρ ἐπιχθονίοισιν ἐνιπαὶ ἀθανάτων, Zorn, Ap. Rh. 2, 250; von unangenehmen körperlichen Einwirkungen, Opp. φλογόεσσαν ἐνιπὴν ἄζαν τ' ἠελίου, Sonnenbrand, Cyn. 1, 133, wie δίψους δριμεῖαν ἐνιπήν 299, vgl. 3, 380.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνῑπή: ἡ, (ἐνίπτω, ἴδε ἐνέπω ἐν τέλει). - Ἐπικ. ὄνομα, ἐπίπληξις, μέμψις, ἐπιτίμησις, αἰδεσθεὶς βασιλῆος ἐνιπὴν Ἰλ. Δ. 402, κτλ.· συχνάκις μετ’ ἐπιθ., κρατερὴν δ’ ἀποθέσθαι ἐνιπὴν Ε. 492· ἐνιπῇ ἀργαλέῃ Ξ. 104· ἒδεισεν γὰρ ἐμὴν ἔκπαγλον ἐνιπὴν Ὀδ. Κ. 448· ὕβρις, λοιδορία, ἐπίσχετε θυμὸν ἐνιπῆς Υ 266 καὶ ἐν τῷ πληθ., ἀπειλή, φεύγων ἐκ πόντοιο Ποσειδάωνος ἐνιπὰς Ε. 446· πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 165: βραδύτερον, ψευδέων ἐνιπά, τὸ ὄνειδος τοῦ ψεύδους, Πινδ. Ο. 10 (11). 8· ἀκολούθως ἐπὶ πάσης σφοδρᾶς, ἰσχυρᾶς προσβολῆς, οἷον ἐπὶ τῶν ἡλιακῶν ἀκτίνων, τῆς δίψης, κλ., Ὀππ. Κυν. 1. 133, 299.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
reproche, remontrance, menace.
Étymologie: ἐνίπτω.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 amonestación, reprimenda βασιλῆος ἐ. αἰδοίοιο Il.4.402, cf. A.R.4.1209, κρατερὴν δ' ἀποθέσθαι ἐνιπήν Il.5.492, ἐνιπῇ ἀργαλέῃ Il.14.104, ἔδεισεν γὰρ ἐμὴν ἔκπλαγον ἐνιπήν Od.10.448, μητρὸς ... ἐνιπάς h.Merc.165, σὺν τ' ἀνάγκῃ σὺν τ' ἐνιπῇσιν Semon.8.44, Εὐρισθῆος ἐνιπαί Opp.C.2.113
c. gen. de dioses, en plu. cólera φεύγων ἐκ πόντοιο Ποσειδάωνος ἐνιπάς Od.5.446, ἐνιπαὶ ἀθανάτων A.R.2.250
acusación ψευδέων ἐ. acusación de mentir Pi.O.10.6.
2 injuria, ultraje ἐπίσχετε θυμὸν ἐνιπῆς καὶ χειρῶν Od.20.266
asalto, ataque ἐν δὲ θέρει χρειὼ φυγέειν ... ἐνιπὴν ἄζαν τ' ἠελίου en verano es menester evitar el asalto y el ardor del sol Opp.C.1.133, δίψους δριμεῖα ἐ. Opp.C.1.299.

• Etimología: v. ἐνίπτω.

Greek Monolingual

ἐνιπή, η (Α)
1. επίπληξη, επιτίμηση, παρατήρηση, κατσάδα («αἰδεσθεὶς βασιλῆος ἐνιπήν», Ομ. Οδ.)
2. ύβρις, λοιδορία, χλευασμός, εμπαιγμός («ἐπίσχετε θυμὸν ἐνιπῆς», συγκρατείστε την ψυχή σας από τον χλευασμό, Ομ. Οδ.)
3. οργή («ἐνιπαὶ ἀθανάτων», Απολλ. Ρόδ.)
4. στον πληθ. απειλή «(Ποσειδάωνος ένιπάς», Ομ. Οδ.)
5. όνειδος, ντροπή («ψευδέων ἐνιπάν» — το όνειδος, την καταισχύνη του ψεύδους, Πίνδ.)
6. δυσάρεστη επενέργεια ή σφοδρή προσβολή από τις ηλιακές ακτίνες, τη δίψα κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα ενιπή, ενίσσω (και νεώτ. ενεστ. ενίπτω), που ανήκουν στην ίδια οικογένεια λέξεων, είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Η ρίζα τών τύπων έληγε πιθ. σε χειλοϋπερωϊκό qw, υποστηρίχθηκε δε ότι συνδέονται με τα οπιπεύω, όπις, που περιλαμβάνουν την έννοια «κοπάζω, βλέπω», καθώς και με αρχ. ινδ. iksate «βλέπω», αν στα ενιπή, ενίσσω αποδοθεί η σημ. «μοχθηρό βλέμμα, κακό μάτι»].

Greek Monotonic

ἐνῑπή: ἡ (ἐνίπτω), επίπληξη, κατσάδα, επίκριση, μομφή, αποδοκιμασία· επίσης, ύβρις, κακολογία, λοιδορία, προσβολή, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνῑπή: дор. ἐνιπά ἡ порицание, упрек Hom., Pind.