ἐπαφάω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπᾰφάω:''' (βλ. ἀφάω), [[αγγίζω]] στην [[επιφάνεια]], [[αγγίζω]] [[ελαφρά]], [[ψηλαφίζω]], [[χαϊδεύω]], σε Αισχύλ. — Μέσ., με γεν., σε Μόσχ.
|lsmtext='''ἐπᾰφάω:''' (βλ. ἀφάω), [[αγγίζω]] στην [[επιφάνεια]], [[αγγίζω]] [[ελαφρά]], [[ψηλαφίζω]], [[χαϊδεύω]], σε Αισχύλ. — Μέσ., με γεν., σε Μόσχ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπᾰφάω:''' прикасаться, притрагиваться (χειρί Aesch.; τὸ ἐφαπτόμενον καὶ ἐπαφῶν Plat.; med. κιθάρης Anth.).
}}
}}

Revision as of 20:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπᾰφάω Medium diacritics: ἐπαφάω Low diacritics: επαφάω Capitals: ΕΠΑΦΑΩ
Transliteration A: epapháō Transliteration B: epaphaō Transliteration C: epafao Beta Code: e)pafa/w

English (LSJ)

(v. ἁφάω),

   A touch on the surface, touch lightly, Hecat.22 J., A.Pr.849, Trag.Adesp.458.7, Pl.Cra.404d:—also in Med., abs., τῷ δακτύλῳ Hp. Mul.2.165: c. gen., ἐ. χερσί τινος Mosch.2.50; κιθάρης AP5.221.1 (Agath.); μουσικῆς Alciphr.3.12: c. acc., παλάμῃ κρᾶτ' ἐπαφησάμενος IG14.2123.

German (Pape)

[Seite 907] berühren; Aesch. Prom. 951; Hecat. bei Schol. Il. 15, 302; τὸ ἐφαπτόμενον καὶ ἐπαφῶν Plat. Crat. 404 d. – Gew. med.; Hippocr.; Agath. 10 (V, 222); χειρί τινος, liebkosend streicheln, Mosch. 2, 50; übertr., μουσικῆς Alciphr. 3, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπᾰφάω: (ἴδε ἀφάω), ἐπιψαύω, Ἑκαταῖος 360, Αἰσχύλ. Πρ. 849, Ποιητ. παρὰ τῷ Σχολ. Σοφ. Ο. Κ. 1375, Πλάτ. Κρατ. 404D· - ὡσαύτως ἐν τῷ Μέσῳ, ἀπολ., Ἱππ. 661. 25· μετὰ γεν., χειρὶ ἐπ. τινὸς Μόσχ. 2. 50· κιθάρης Ἀνθ. Π. 5. 222· μουσικῆς Ἀλκίφρ. 3. 12· μετ’ αἰτ., παλάμῃ κρᾶτ’ ἐπαφησάμενος Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 562. 8.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
toucher à la surface, tâter, effleurer.
Étymologie: ἐπαφή.

Greek Monotonic

ἐπᾰφάω: (βλ. ἀφάω), αγγίζω στην επιφάνεια, αγγίζω ελαφρά, ψηλαφίζω, χαϊδεύω, σε Αισχύλ. — Μέσ., με γεν., σε Μόσχ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπᾰφάω: прикасаться, притрагиваться (χειρί Aesch.; τὸ ἐφαπτόμενον καὶ ἐπαφῶν Plat.; med. κιθάρης Anth.).