εὐάγγελος: Difference between revisions

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐάγγελος:''' -ον, αυτός που φέρνει καλές ειδήσεις, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''εὐάγγελος:''' -ον, αυτός που φέρνει καλές ειδήσεις, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐάγγελος:''' приносящий благую весть ([[πῦρ]] Aesch.; [[φήμη]] Eur.): εὐ. [[ἐλπίς]] Aesch. и [[δόξα]] εὐ. Eur. радостная надежда.
}}
}}

Revision as of 21:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐάγγελος Medium diacritics: εὐάγγελος Low diacritics: ευάγγελος Capitals: ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ
Transliteration A: euángelos Transliteration B: euangelos Transliteration C: evaggelos Beta Code: eu)a/ggelos

English (LSJ)

ον, (ἀγγέλλω)

   A bringing good news, πῦρ A.Ag.21; ἐλπίδες ib. 262, etc.; σωτηρίων πραγμάτων εὐ. ib.646; Φήμῃ εὐ. IG14.1120; ῥινός Opp.H.5.237; title of Hermes, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1054] gute Botschaft bringend, Fröhliches verkündigend, Aesch. Ag. oft, z. B. πῦρ, ἐλπίδες, 21. 253; φήμη, Eur. Phoen. 1223; δόξα, Med. 1010; sp. D., wie Opp. H. 5, 237.

Greek (Liddell-Scott)

εὐάγγελος: -ον, (ἀγγέλλω) φέρων καλὰς ἀγγελίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 22· ἐλπίδες αὐτόθι 262, κτλ.· σωτηρίων πραγμάτων εὐαγγ. αὐτόθι 646 φήμη εὐ. Συλλ. Ἐπιγρ. 5973b. II. Καθ’ Ἡσύχ. «Εὐάγγελος· ὁ Ἑρμῆς».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui apporte une bonne nouvelle, qui marque un événement heureux.
Étymologie: εὖ, ἄγγελος.

Spanish

mensajero de buenas noticias

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ εὐάγγελος, -ον)
αυτός που φέρνει καλές αγγελίες (α. «εὐαγγέλου πυρός», Αισχύλ.
β. «αντηχούν ευάγγελοι φθόγγοι», Βιζυην.)
αρχ.
1. επίθ. του Ερμή
2. εκκλ. αυτός που διαβάζει το Ευαγγέλιο στην εκκλησίαεὐάγγελος ἀνὴρ βιβλίον ἀερτάζων διανίσσεται», Παύλ. Σιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άγγελος < αγγέλλω, πρβλ. εξ-άγγελος, κακ-άγγελος, προ-άγγελος].

Greek Monotonic

εὐάγγελος: -ον, αυτός που φέρνει καλές ειδήσεις, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

εὐάγγελος: приносящий благую весть (πῦρ Aesch.; φήμη Eur.): εὐ. ἐλπίς Aesch. и δόξα εὐ. Eur. радостная надежда.