καθαιμάσσω: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καθαιμάσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[καταματώνω]], [[ραντίζω]] ή [[κηλιδώνω]] με [[αίμα]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''καθαιμάσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[καταματώνω]], [[ραντίζω]] ή [[κηλιδώνω]] με [[αίμα]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθαιμάσσω:''' (aor. καθῄμαξα)<br /><b class="num">1)</b> обагрять кровью Aesch.: [[τήβεννος]] καθῃμαγμένη Plut. окровавленная тога;<br /><b class="num">2)</b> разбивать в кровь (σκήπτρῳ [[κάρα]] τινός Eur.);<br /><b class="num">3)</b> ранить до крови, окровавливать (τὰς γνάθους Plat.; [[χρόα]] Eur.).
}}
}}