κενοφροσύνη: Difference between revisions

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κενοφροσύνη:''' ἡ, [[κενότητα]], ρηχότητα μυαλού, σε Πλούτ.
|lsmtext='''κενοφροσύνη:''' ἡ, [[κενότητα]], ρηχότητα μυαλού, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''κενοφροσύνη:''' ἡ душевная пустота, легкомыслие, несерьезность Plut.
}}
}}

Revision as of 22:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κενοφροσύνη Medium diacritics: κενοφροσύνη Low diacritics: κενοφροσύνη Capitals: ΚΕΝΟΦΡΟΣΥΝΗ
Transliteration A: kenophrosýnē Transliteration B: kenophrosynē Transliteration C: kenofrosyni Beta Code: kenofrosu/nh

English (LSJ)

and κενό-φρων, v. κενεοφρ-.

German (Pape)

[Seite 1417] ἡ, übler Sinn, leerer Wahn; Plut. Ages. 37; Phot. erkl. ματαιοφροσύνη.

Greek (Liddell-Scott)

κενοφροσύνη: ἡ, κενότης νοῦ, κενόν, μάταιον φρόνημα, Τίμων 3. 2, Πλουτ. Ἀγησ. 37· «κενοφροσύνη· ματαιοφροσύνη» Φώτ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
frivolité d’esprit.
Étymologie: κενόφρων.

Greek Monolingual

κενοφροσύνη και κενεοφροσύνη, ἡ (Α) κενόφρων
κενότητα του νου, ανοησία, μωρία.

Greek Monotonic

κενοφροσύνη: ἡ, κενότητα, ρηχότητα μυαλού, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

κενοφροσύνη: ἡ душевная пустота, легкомыслие, несерьезность Plut.