λαρυγγισμός: Difference between revisions

From LSJ

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355
(22)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[λαρυγγισμός]]) [[λαρυγγίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[φωνή]] που εξέρχεται [[κατευθείαν]] από τον λάρυγγα [[χωρίς]] [[αλλοίωση]] από το [[αντηχείο]] του στόματος<br /><b>2.</b> [[καλλωπισμός]] του άσματος υψιφώνων με ταχύτατη [[επαλληλία]] φθογγοσήμων σε ένα [[φωνήεν]]<br /><b>3.</b> το [[κελάηδημα]] μερικών πτηνών<br /><b>4.</b> σπασμωδική [[σύσπαση]] τών [[μυών]] του λάρυγγα, που προκαλεί [[έμφραξη]] της γλωττίδας και [[ασφυξία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κρωγμός]].
|mltxt=ο (Α [[λαρυγγισμός]]) [[λαρυγγίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[φωνή]] που εξέρχεται [[κατευθείαν]] από τον λάρυγγα [[χωρίς]] [[αλλοίωση]] από το [[αντηχείο]] του στόματος<br /><b>2.</b> [[καλλωπισμός]] του άσματος υψιφώνων με ταχύτατη [[επαλληλία]] φθογγοσήμων σε ένα [[φωνήεν]]<br /><b>3.</b> το [[κελάηδημα]] μερικών πτηνών<br /><b>4.</b> σπασμωδική [[σύσπαση]] τών [[μυών]] του λάρυγγα, που προκαλεί [[έμφραξη]] της γλωττίδας και [[ασφυξία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κρωγμός]].
}}
{{elru
|elrutext='''λᾰρυγγισμός:''' ὁ громкий крик, карканье (κοράκων Plut.).
}}
}}

Revision as of 23:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαρυγγισμός Medium diacritics: λαρυγγισμός Low diacritics: λαρυγγισμός Capitals: ΛΑΡΥΓΓΙΣΜΟΣ
Transliteration A: laryngismós Transliteration B: laryngismos Transliteration C: laryngismos Beta Code: laruggismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A croaking, Plu.2.129a (pl.).

German (Pape)

[Seite 17] ὁ, das Schreien aus voller Kehle, κοράκων, Plut. de sanit. tuenda p. 388.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰρυγγισμός: ὁ, ἰδὲ ἐν λ. λαρυγγίζω.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
cri rauque, croassement.
Étymologie: λαρυγγίζω.

Greek Monolingual

ο (Α λαρυγγισμός) λαρυγγίζω
νεοελλ.
1. φωνή που εξέρχεται κατευθείαν από τον λάρυγγα χωρίς αλλοίωση από το αντηχείο του στόματος
2. καλλωπισμός του άσματος υψιφώνων με ταχύτατη επαλληλία φθογγοσήμων σε ένα φωνήεν
3. το κελάηδημα μερικών πτηνών
4. σπασμωδική σύσπαση τών μυών του λάρυγγα, που προκαλεί έμφραξη της γλωττίδας και ασφυξία
αρχ.
κρωγμός.

Russian (Dvoretsky)

λᾰρυγγισμός: ὁ громкий крик, карканье (κοράκων Plut.).