μεταντλέω: Difference between revisions

From LSJ

μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown

Source
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταντλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αντλώ]] και [[μεταφέρω]] το [[υγρό]] από ένα [[δοχείο]] σε [[άλλο]], σε Ανθ.
|lsmtext='''μεταντλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αντλώ]] και [[μεταφέρω]] το [[υγρό]] από ένα [[δοχείο]] σε [[άλλο]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταντλέω:''' переливать, перецеживать Anth.
}}
}}

Revision as of 00:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταντλέω Medium diacritics: μεταντλέω Low diacritics: μεταντλέω Capitals: ΜΕΤΑΝΤΛΕΩ
Transliteration A: metantléō Transliteration B: metantleō Transliteration C: metantleo Beta Code: metantle/w

English (LSJ)

   A draw from one vessel into another, εἰς ἀγγεῖα Gp.9.19.8: metaph., of Τύχη, AP9.180 (Pall.).

German (Pape)

[Seite 151] umschöpfen, aus einem Gefäß in ein anderes schöpfen, Pallad. 72 (IX, 180).

Greek (Liddell-Scott)

μεταντλέω: ἀντλῶ καὶ μεταφέρω ἐξ ἑνὸς ἀγγείου εἰς ἕτερον, μεταγγίζω, Ἀνθ. Π. 9. 180.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
transvaser.
Étymologie: μετά, ἀντλέω.

Greek Monotonic

μεταντλέω: μέλ. -ήσω, αντλώ και μεταφέρω το υγρό από ένα δοχείο σε άλλο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μεταντλέω: переливать, перецеживать Anth.