μονότεκνος: Difference between revisions
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μονότεκνος:''' -ον ([[τέκνον]]), αυτός που έχει ένα μόνο [[παιδί]], σε Ευρ. | |lsmtext='''μονότεκνος:''' -ον ([[τέκνον]]), αυτός που έχει ένα μόνο [[παιδί]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μονότεκνος:''' имеющий одного лишь ребенка ([[Πρόκνη]] Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:12, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A with but one child, E.HF1021 (lyr.), Paul.Al. O.2.
German (Pape)
[Seite 205] mit einem Kinde, Πρόκνη, Eur. Herc. Fur. 1021.
Greek (Liddell-Scott)
μονότεκνος: -ον, ὁ ἔχων ἓν μόνον τέκνον, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1021, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n’a qu’un enfant.
Étymologie: μόνος, τέκνον.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μονότεκνος, -ον)
αυτός που έχει ένα μόνο τέκνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -τεκνος (< τέκνον), πρβλ. πολύ-τεκνος].
Greek Monotonic
μονότεκνος: -ον (τέκνον), αυτός που έχει ένα μόνο παιδί, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
μονότεκνος: имеющий одного лишь ребенка (Πρόκνη Eur.).