3,252,129
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νεώσοικος:''' ὁ ([[ναῦς]], [[οἶκος]]), [[νεώριο]], [[ναύσταθμος]], [[ναυπηγείο]], σε Αριστοφ.· στον πληθ., στέγαστρα, ράμπες ναυπηγείου, ναυπηγεία, χτίσματα δίπλα στη [[θάλασσα]], στα οποία ήταν δυνατή η [[κατασκευή]], [[επισκευή]] ή [[στάθμευση]] πλοίων και τα οποία ήταν παραρτήματα του <i>νεωρίου</i>, σε Ηρόδ., Θουκ. | |lsmtext='''νεώσοικος:''' ὁ ([[ναῦς]], [[οἶκος]]), [[νεώριο]], [[ναύσταθμος]], [[ναυπηγείο]], σε Αριστοφ.· στον πληθ., στέγαστρα, ράμπες ναυπηγείου, ναυπηγεία, χτίσματα δίπλα στη [[θάλασσα]], στα οποία ήταν δυνατή η [[κατασκευή]], [[επισκευή]] ή [[στάθμευση]] πλοίων και τα οποία ήταν παραρτήματα του <i>νεωρίου</i>, σε Ηρόδ., Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νεώσοικος:''' ὁ (почти всегда в pl., Arph. sing.) помещение для корабля в верфи, эллинг Her., Thuc. etc. | |||
}} | }} |