ὅθι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὅθῐ:''' αναφορ. επίρρ., αντιστοιχεί στο δεικτ. [[τόθι]]και το ερωτημ. [[πόθι]], ποιητ. αντί <i>οὗ</i>, Λατ. [[ubi]], όπου, σε Όμηρ., Τραγ.
|lsmtext='''ὅθῐ:''' αναφορ. επίρρ., αντιστοιχεί στο δεικτ. [[τόθι]]και το ερωτημ. [[πόθι]], ποιητ. αντί <i>οὗ</i>, Λατ. [[ubi]], όπου, σε Όμηρ., Τραγ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὅθῐ:''' adv. relat. (реже ῑ) (там) где: ὅθ᾽ ἱππικῶν ἦν [[ἀγών]] Soph. где происходило состязание колесниц; ὅ. [[θάλαμος]] αὐλῆς [[δέδμητο]] Hom. та часть двора, где был возведен дом.
}}
}}

Revision as of 00:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὅθῐ Medium diacritics: ὅθι Low diacritics: όθι Capitals: ΟΘΙ
Transliteration A: hóthi Transliteration B: hothi Transliteration C: othi Beta Code: o(/qi

English (LSJ)

relat. Adv., poet. for οὗ,

   A where, Il.2.722, Od.14.73, 397, al. ; also ὅ. περ Il.2.861, al., Pi.Fr.77: used by Trag. only in lyr., exc. S. El.709 : rare in Prose, Pl.Thg.125a; ὅ. περ Id.Phd.108b ; found in Arc. Prose, IG5(2).16.12(Tegea, iii B. C.). [In Hom.ι is freq. elided ; and so S.l.c. (s.v.l.).]

German (Pape)

[Seite 296] = οὗ, correl. zu πόθι, wo, woselbst, als relat.; ὅθι μιν λίπον υἷες Ἀχαιῶν, Il. 2, 722, öfter; auch ὅθι περ, wo ja, 2, 861; bei den Tragg. nur in lyr. Stellen, Soph. O. C. 1048 Eur. I. A. 547 u. öfter; selten in Prosa, ὅθι περ Plat. Phaed. 188 b. [Bei Hom. das ι oft elidirt, lang Theocr. 25, 211.]

Greek (Liddell-Scott)

ὅθῐ: ἀναφορ. Ἐπίρρ. ἀνταποκρινόμενον πρὸς τὸ δεικτικὸν τόθι καὶ τὸ ἐρωτημ. πόθι· (ἴδε τόθι). Ποιητ. ἀντὶ οὗ, Λατιν. ubi, ὅπου, συχνὸν παρ’ Ὁμ., Ἰλ. Β. 722, Ὀδ. Ξ. 73, 397, κτλ.· ὡσαύτως, ὅθι περ Ἰλ. Β. 861, κτλ.· οὕτω, Πινδ. Ἀποσπ. 196· ἀλλ’ ἐν χρήσει παρὰ Τραγ. Μόνον ἐν λυρικοῖς χωρίοις, πλὴν ἐν Σοφ. Ἠλ. 709· σπάνιον παρὰ πεζογράφοις, ὡς, ὅθι περ Πλάτ. Φαίδων 108Β. [Παρ’ Ὁμ. τὸ ι συχνάκις ἐκθλίβεται· καὶ οὕτω Σοφ. Ἠλ. 709· ὅθῑ, Θεόκρ. 25. 211].

French (Bailly abrégé)

adv.
où, là où ; avec un gén. : ὅθι αὐλῆς OD dans l’endroit de la cour où ; ὅθι περ, là même où.
Étymologie: ὅς, -θι.

English (Autenrieth)

(ὅς): where, there where; ὅθι περ, ‘even where, ’ Od. 14.532.

English (Slater)

ὅθι
   1 where ὅθι παῖδες Ἀθαναίων ἐβάλοντο φαεννὰν κρηπῖδ' ἐλευθερίας sc. at the battle of Artemision fr. 77. 1. Μένδητα ὅθι τράγοι γυναιξὶ μίσγονται fr. 201. 3.

Greek Monotonic

ὅθῐ: αναφορ. επίρρ., αντιστοιχεί στο δεικτ. τόθικαι το ερωτημ. πόθι, ποιητ. αντί οὗ, Λατ. ubi, όπου, σε Όμηρ., Τραγ.

Russian (Dvoretsky)

ὅθῐ: adv. relat. (реже ῑ) (там) где: ὅθ᾽ ἱππικῶν ἦν ἀγών Soph. где происходило состязание колесниц; ὅ. θάλαμος αὐλῆς δέδμητο Hom. та часть двора, где был возведен дом.