ὁρκάνη: Difference between revisions
τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὁρκάνη:''' ἡ, = [[ἑρκάνη]], [[ἕρκος]] (από [[ἔργω]], [[εἴργω]]), [[περίφραγμα]], [[περιτείχισμα]], σε Αισχύλ.· [[δίχτυ]], [[παγίδα]] ή καλυμμένη λακούβα που χρησιμεύει ως [[παγίδα]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ὁρκάνη:''' ἡ, = [[ἑρκάνη]], [[ἕρκος]] (από [[ἔργω]], [[εἴργω]]), [[περίφραγμα]], [[περιτείχισμα]], σε Αισχύλ.· [[δίχτυ]], [[παγίδα]] ή καλυμμένη λακούβα που χρησιμεύει ως [[παγίδα]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁρκάνη:''' дор. [[ὁρκάνα]] (κᾰ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> ограда, засада, ловушка (ὁ. [[πυργῶτις]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> темница (σκοτειναὶ ὁρκάναι Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:08, 1 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ,
A = ἑρκάνη, ἕρκος, enclosure, fence, ὁ. πυργῶτις A.Th.346 (lyr.) ; prison, E.Ba.611 (troch., pl.), cf. Sch.Theoc.4.61, EM632.25.
German (Pape)
[Seite 378] ἡ, = ἑρκάνη, ἕρκος, Umhägung, Umzäunung; ὁρκάνα πυργῶτις, Aesch. Spt. 328; εἰς σκοτεινὰς ὁρκάνας πεσούμενος, Eur. Bacch. 611.
Greek (Liddell-Scott)
ὁρκάνη: ἡ, = ἑρκάνη, ἕρκος (ἐκ τοῦ ἔργω, εἴργω) ἀκανθῶδες περίφραγμα, φραγμὸς καὶ αἱμασιά, ὁρκ. πυργῶτις Αἰσχύλ. Θήβ. 346˙ θηρευτικὸν δίκτυον ἢ σαργάνη, Εὐρ. Βάκχ. 611, ἐν τῷ πληθ. Πρβλ. Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 4. 61, Ἐτυμολ. Μέγ. 632. 25. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὁρκάνη˙ εἱρκτή, δεσμωτήριον. ἔνιοι κρεμάστραν. ἄλλοι σαργάνην. οἱ δὲ φραγμόν».
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
enceinte, clôture, prison.
Étymologie: cf. ἕρκος.
Greek Monolingual
ὁρκάνη, ἡ (Α)
(ποιητ. τ.)
1. ακανθώδες περίφραγμα, φράχτης
2. θηρευτικό δίχτυ
3. (κατά τον Ησύχ.) δεσμωτήριο, φυλακή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα ὁρκ- του θ. ἑρκ- της λ. ἕρκος «φραγμός» (βλ. λ. έρκος)].
Greek Monotonic
ὁρκάνη: ἡ, = ἑρκάνη, ἕρκος (από ἔργω, εἴργω), περίφραγμα, περιτείχισμα, σε Αισχύλ.· δίχτυ, παγίδα ή καλυμμένη λακούβα που χρησιμεύει ως παγίδα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ὁρκάνη: дор. ὁρκάνα (κᾰ) ἡ
1) ограда, засада, ловушка (ὁ. πυργῶτις Aesch.);
2) темница (σκοτειναὶ ὁρκάναι Eur.).