ὀρέσκιος: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρέσκιος:''' -ον ([[σκιά]]), αυτός που τον επισκιάζουν τα βουνά, σε Ανθ.
|lsmtext='''ὀρέσκιος:''' -ον ([[σκιά]]), αυτός που τον επισκιάζουν τα βουνά, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρέσκιος:''' осененный горами, т. е. обитающий в тенистых местах гор (эпитет Вакха) Anth.
}}
}}

Revision as of 01:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρέσκῐος Medium diacritics: ὀρέσκιος Low diacritics: ορέσκιος Capitals: ΟΡΕΣΚΙΟΣ
Transliteration A: oréskios Transliteration B: oreskios Transliteration C: oreskios Beta Code: o)re/skios

English (LSJ)

ον, = sq., of Dionysus, AP9.524.16.

German (Pape)

[Seite 372] von den Gebirgen beschattet, heißt Bacchus, Hymn. (IX, 524, 16); E. M. 629, 56.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρέσκιος: -ον, ὁ ὑπὸ τῶν ὀρέων σκιαζόμενος, Ἀνθολ. Π. 9. 524. 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vit dans les montagnes ombreuses.
Étymologie: ὄρος, σκιά.

Greek Monolingual

ὀρέσκιος, -ον (Α)
ορεσκώος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεφθαρμένος τ. του επιθ. ὀρεσκῷος, πιθ. κατ' επίδραση της λ. σκιά.

Greek Monotonic

ὀρέσκιος: -ον (σκιά), αυτός που τον επισκιάζουν τα βουνά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρέσκιος: осененный горами, т. е. обитающий в тенистых местах гор (эпитет Вакха) Anth.