παρατηρητής: Difference between revisions
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
(31) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. παρατηρήτρια, ΝΑ<br />[[παρατηρώ]]<br />αυτός που παρατηρεί, που ενεργεί παρατηρήσεις, που εξετάζει, που διερευνά [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> αυτός που κατοπτεύει τις κινήσεις του εχθρού από [[παρατηρητήριο]], [[αεροπλάνο]] κ.λπ.<br /><b>2.</b> α) [[εντεταλμένος]] [[αντιπρόσωπος]] χώρας ή διεθνούς οργανισμού σε σύνοδο, [[συνέδριο]] ή [[άλλο]] αντιπροσωπευτικό [[σώμα]] ενός διεθνούς οργανισμού ή διεθνούς οργάνωσης, [[χωρίς]] [[δικαίωμα]] ψήφου ή υπογραφής αποφάσεων ή ψηφισμάτων, [[αλλά]], μερικές φορές, με [[δικαίωμα]] συμμετοχής στις συζητήσεις<br />β) <b>συν. στον πληθ.</b> <i>οι παρατηρητές</i><br />αντιπρόσωποι ενός διεθνούς οργανισμού, λ.χ. του ΟΗΕ, σε μια γεωγραφική [[περιοχή]], όπου υπάρχουν εκκρεμή προβλήματα και αμφισβητούμενα θέματα, για την [[παρακολούθηση]] της κατάστασης και την ενημέρωσή του, ή σε μια [[χώρα]] για την [[παρακολούθηση]] της διεξαγωγής μιας ενέργειας ή δραστηριότητας, λ.χ. δημοψηφίσματος ή εκλογών, [[έπειτα]] από ειδική [[απόφαση]] τών αντίστοιχων οργανισμών ή οργάνων και [[αποδοχή]] της από τα ενδιαφερόμενα μέρη («οι παρατηρητές του ΟΗΕ στην Κύπρο»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ακριβής]] [[εξεταστής]]<br /><b>2.</b> αυτός που εφορεύει, [[επόπτης]]. | |mltxt=ο, θηλ. παρατηρήτρια, ΝΑ<br />[[παρατηρώ]]<br />αυτός που παρατηρεί, που ενεργεί παρατηρήσεις, που εξετάζει, που διερευνά [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> αυτός που κατοπτεύει τις κινήσεις του εχθρού από [[παρατηρητήριο]], [[αεροπλάνο]] κ.λπ.<br /><b>2.</b> α) [[εντεταλμένος]] [[αντιπρόσωπος]] χώρας ή διεθνούς οργανισμού σε σύνοδο, [[συνέδριο]] ή [[άλλο]] αντιπροσωπευτικό [[σώμα]] ενός διεθνούς οργανισμού ή διεθνούς οργάνωσης, [[χωρίς]] [[δικαίωμα]] ψήφου ή υπογραφής αποφάσεων ή ψηφισμάτων, [[αλλά]], μερικές φορές, με [[δικαίωμα]] συμμετοχής στις συζητήσεις<br />β) <b>συν. στον πληθ.</b> <i>οι παρατηρητές</i><br />αντιπρόσωποι ενός διεθνούς οργανισμού, λ.χ. του ΟΗΕ, σε μια γεωγραφική [[περιοχή]], όπου υπάρχουν εκκρεμή προβλήματα και αμφισβητούμενα θέματα, για την [[παρακολούθηση]] της κατάστασης και την ενημέρωσή του, ή σε μια [[χώρα]] για την [[παρακολούθηση]] της διεξαγωγής μιας ενέργειας ή δραστηριότητας, λ.χ. δημοψηφίσματος ή εκλογών, [[έπειτα]] από ειδική [[απόφαση]] τών αντίστοιχων οργανισμών ή οργάνων και [[αποδοχή]] της από τα ενδιαφερόμενα μέρη («οι παρατηρητές του ΟΗΕ στην Κύπρο»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ακριβής]] [[εξεταστής]]<br /><b>2.</b> αυτός που εφορεύει, [[επόπτης]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρατηρητής:''' οῦ ὁ наблюдатель (φύσεως Diod.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:04, 1 January 2019
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A observer, φύσεως D.S.1.16 ; scrutinizer, τῶν ξενικῶν βίων Dicaearch. 1.4.
German (Pape)
[Seite 503] ὁ, Beobachter, Bemerker, φύσεως D. Sic. 1, 16, u. a. Sp.; Aufseher, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρατηρητής: -οῦ, ὁ, ὁ παρατηρῶν, παραφυλάττων, Διόδ. 1. 16, Δικαίαρχος § 4.
Greek Monolingual
ο, θηλ. παρατηρήτρια, ΝΑ
παρατηρώ
αυτός που παρατηρεί, που ενεργεί παρατηρήσεις, που εξετάζει, που διερευνά κάτι
νεοελλ.
1. στρ. αυτός που κατοπτεύει τις κινήσεις του εχθρού από παρατηρητήριο, αεροπλάνο κ.λπ.
2. α) εντεταλμένος αντιπρόσωπος χώρας ή διεθνούς οργανισμού σε σύνοδο, συνέδριο ή άλλο αντιπροσωπευτικό σώμα ενός διεθνούς οργανισμού ή διεθνούς οργάνωσης, χωρίς δικαίωμα ψήφου ή υπογραφής αποφάσεων ή ψηφισμάτων, αλλά, μερικές φορές, με δικαίωμα συμμετοχής στις συζητήσεις
β) συν. στον πληθ. οι παρατηρητές
αντιπρόσωποι ενός διεθνούς οργανισμού, λ.χ. του ΟΗΕ, σε μια γεωγραφική περιοχή, όπου υπάρχουν εκκρεμή προβλήματα και αμφισβητούμενα θέματα, για την παρακολούθηση της κατάστασης και την ενημέρωσή του, ή σε μια χώρα για την παρακολούθηση της διεξαγωγής μιας ενέργειας ή δραστηριότητας, λ.χ. δημοψηφίσματος ή εκλογών, έπειτα από ειδική απόφαση τών αντίστοιχων οργανισμών ή οργάνων και αποδοχή της από τα ενδιαφερόμενα μέρη («οι παρατηρητές του ΟΗΕ στην Κύπρο»)
αρχ.
1. ο ακριβής εξεταστής
2. αυτός που εφορεύει, επόπτης.
Russian (Dvoretsky)
παρατηρητής: οῦ ὁ наблюдатель (φύσεως Diod.).